Anonymous

ξυνήων: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξῡνήων:''' -ονος, ὁ, Δωρ. [[ξυνάων]][ᾱ], [[ξυνάν]] ([[ξυνός]])· [[συνιδιοκτήτης]], [[μέτοχος]], [[συμμέτοχος]], [[συνέταιρος]] σε [[κάτι]]· με γεν., σε Ησίοδ.· <i>ξυνάονες ἑλκέων</i>, δηλ. ταλαιπωρημένοι, αυτοί που πάσχουν από έλκη, πληγές, σε Πίνδ.· απόλ., [[ξυνάν]], [[φίλος]], στον ίδ.
|lsmtext='''ξῡνήων:''' -ονος, ὁ, Δωρ. [[ξυνάων]][ᾱ], [[ξυνάν]] ([[ξυνός]])· [[συνιδιοκτήτης]], [[μέτοχος]], [[συμμέτοχος]], [[συνέταιρος]] σε [[κάτι]]· με γεν., σε Ησίοδ.· <i>ξυνάονες ἑλκέων</i>, δηλ. ταλαιπωρημένοι, αυτοί που πάσχουν από έλκη, πληγές, σε Πίνδ.· απόλ., [[ξυνάν]], [[φίλος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξῡνήων:''' ήονος, дор. [[ξυνάων|ξῡνάων]] и стяж. [[ξυνάν]], ᾶνος adj. m совместно участвующий, сопричастный, разделяющий (κακῶν ἔργων Hes.; ἑλκέων Pind.).
}}
}}