3,277,649
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξῡνήων:''' -ονος, ὁ, Δωρ. [[ξυνάων]][ᾱ], [[ξυνάν]] ([[ξυνός]])· [[συνιδιοκτήτης]], [[μέτοχος]], [[συμμέτοχος]], [[συνέταιρος]] σε [[κάτι]]· με γεν., σε Ησίοδ.· <i>ξυνάονες ἑλκέων</i>, δηλ. ταλαιπωρημένοι, αυτοί που πάσχουν από έλκη, πληγές, σε Πίνδ.· απόλ., [[ξυνάν]], [[φίλος]], στον ίδ. | |lsmtext='''ξῡνήων:''' -ονος, ὁ, Δωρ. [[ξυνάων]][ᾱ], [[ξυνάν]] ([[ξυνός]])· [[συνιδιοκτήτης]], [[μέτοχος]], [[συμμέτοχος]], [[συνέταιρος]] σε [[κάτι]]· με γεν., σε Ησίοδ.· <i>ξυνάονες ἑλκέων</i>, δηλ. ταλαιπωρημένοι, αυτοί που πάσχουν από έλκη, πληγές, σε Πίνδ.· απόλ., [[ξυνάν]], [[φίλος]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξῡνήων:''' ήονος, дор. [[ξυνάων|ξῡνάων]] и стяж. [[ξυνάν]], ᾶνος adj. m совместно участвующий, сопричастный, разделяющий (κακῶν ἔργων Hes.; ἑλκέων Pind.). | |||
}} | }} |