Anonymous

οἴγω: Difference between revisions

From LSJ
643 bytes added ,  1 January 2019
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἴγω:''' [[οἴγνυμι]], σε Ανθ.· μέλ. [[οἴξω]], αόρ. αʹ [[ᾦξα]], επίσης Επικ. [[ὤϊξα]] — Παθ., Επικ. γʹ πληθ. παρατ. <i>ὠΐγνυντο</i>, αόρ. αʹ <i>ὠΐχθην</i>· [[ανοίγω]], [[ὤϊξα]] θύρας, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., <i>ᾦξε γέροντι</i>, άνοιξε την πόρτα στον ηλικιωμένο άντρα, στο ίδ.· ([[οἶνον]]) [[ὤϊξεν]] [[ταμίη]], άνοιξε το [[κρασί]] διαπερνώντας το [[πώμα]] του, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸς φίλους οἴγειν [[στόμα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''οἴγω:''' [[οἴγνυμι]], σε Ανθ.· μέλ. [[οἴξω]], αόρ. αʹ [[ᾦξα]], επίσης Επικ. [[ὤϊξα]] — Παθ., Επικ. γʹ πληθ. παρατ. <i>ὠΐγνυντο</i>, αόρ. αʹ <i>ὠΐχθην</i>· [[ανοίγω]], [[ὤϊξα]] θύρας, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., <i>ᾦξε γέροντι</i>, άνοιξε την πόρτα στον ηλικιωμένο άντρα, στο ίδ.· ([[οἶνον]]) [[ὤϊξεν]] [[ταμίη]], άνοιξε το [[κρασί]] διαπερνώντας το [[πώμα]] του, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸς φίλους οἴγειν [[στόμα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἴγω:''' эп. тж. [[οἴγνυμι|οἴγνῡμι]] (impf. ἔῳγον и ἐῴγνῡν, fut. [[οἴξω]]; pass.: aor. [[ᾤχθην]], pf. [[ἔῳγμαι]]; эп. impf. pass. ὠϊγνύμην)<br /><b class="num">1)</b> открывать, отворять (θύρας κληῗδι Hom.; [[στόμα]] πρὸς φίλους Aesch.): [[ὠΐγνυντο]] πύλαι Hom. ворота растворились;<br /><b class="num">2)</b> открывать дверь (τινί Hom.);<br /><b class="num">3)</b> вскрывать, откупоривать ([[οἶνον]] Hom.; πίθον Hes.).
}}
}}