Anonymous

ὄζος: Difference between revisions

From LSJ
310 bytes added ,  1 January 2019
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄζος:''' Αιολ. [[ὔσδος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[κλώνος]], [[κλαδί]], [[βλαστάρι]], [[βλαστός]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[απόγονος]], [[νεοσσός]], [[ὄζος]] [[Ἄρηος]], λέγεται για γενναίο πολεμιστή, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, τὼ Θησείδα [[ὄζω]] Ἀθηνῶν, σε Ευρ.
|lsmtext='''ὄζος:''' Αιολ. [[ὔσδος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[κλώνος]], [[κλαδί]], [[βλαστάρι]], [[βλαστός]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[απόγονος]], [[νεοσσός]], [[ὄζος]] [[Ἄρηος]], λέγεται για γενναίο πολεμιστή, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, τὼ Θησείδα [[ὄζω]] Ἀθηνῶν, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄζος:''' эол. [[ὔσδος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> ветвь, побег (φύλλα καὶ ὄζοι Hom.; ὄ. [[δρυός]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> перен. отпрыск, отрасль, потомок ([[Ἄρηος]] Hom.; Ἀθηνῶν Eur.).
}}
}}