Anonymous

νωθής: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νωθής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[οκνηρός]], [[ράθυμος]], αργοκίνητος, επίθ. προσδιοριστικό του γαϊδάρου, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για την [[αντίληψη]], [[ανόητος]], [[ηλίθιος]], [[νωθρός]], [[βραδύς]]· <i>νωθέστερος</i>, πιο [[ανόητος]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''νωθής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[οκνηρός]], [[ράθυμος]], αργοκίνητος, επίθ. προσδιοριστικό του γαϊδάρου, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για την [[αντίληψη]], [[ανόητος]], [[ηλίθιος]], [[νωθρός]], [[βραδύς]]· <i>νωθέστερος</i>, πιο [[ανόητος]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νωθής:''' [[ὄθομαι]]<br /><b class="num">1)</b> медлительный, ленивый ([[ὄνος]] Hom.; [[ἵππος]] νωθέστερος Plat.; [[κίνησις]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> вялый, малоподвижный, тупой ([[ψυχή]] Plat.; [[εἴτε]] ν., [[εἴτε]] [[κατάκοπος]] Plut.).
}}
}}