3,277,301
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νωθής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[οκνηρός]], [[ράθυμος]], αργοκίνητος, επίθ. προσδιοριστικό του γαϊδάρου, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για την [[αντίληψη]], [[ανόητος]], [[ηλίθιος]], [[νωθρός]], [[βραδύς]]· <i>νωθέστερος</i>, πιο [[ανόητος]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''νωθής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[οκνηρός]], [[ράθυμος]], αργοκίνητος, επίθ. προσδιοριστικό του γαϊδάρου, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για την [[αντίληψη]], [[ανόητος]], [[ηλίθιος]], [[νωθρός]], [[βραδύς]]· <i>νωθέστερος</i>, πιο [[ανόητος]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νωθής:''' [[ὄθομαι]]<br /><b class="num">1)</b> медлительный, ленивый ([[ὄνος]] Hom.; [[ἵππος]] νωθέστερος Plat.; [[κίνησις]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> вялый, малоподвижный, тупой ([[ψυχή]] Plat.; [[εἴτε]] ν., [[εἴτε]] [[κατάκοπος]] Plut.). | |||
}} | }} |