Anonymous

ξυρόν: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξῠρόν:''' τό ([[ξύω]]), [[ξυράφι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., ἐπὶ ξυροῦ [[ἵσταται]] ἀκμῆς [[ὄλεθρος]] ἠὲ [[βιῶναι]], μεταφ., ο [[θάνατος]] ή η [[ζωή]] ισορροπούν στην [[κόψη]] του ξυραφιού, ή θα χαθούμε ή θα σωθούμε, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ ξυροῦ τῆς ἀκμῆς ἔχεται [[ἡμῖν]] τὰ πράγματα, σε Ηρόδ.· <i>βεβὼς ἐπὶ ξυρῷ τύχης</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''ξῠρόν:''' τό ([[ξύω]]), [[ξυράφι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., ἐπὶ ξυροῦ [[ἵσταται]] ἀκμῆς [[ὄλεθρος]] ἠὲ [[βιῶναι]], μεταφ., ο [[θάνατος]] ή η [[ζωή]] ισορροπούν στην [[κόψη]] του ξυραφιού, ή θα χαθούμε ή θα σωθούμε, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ ξυροῦ τῆς ἀκμῆς ἔχεται [[ἡμῖν]] τὰ πράγματα, σε Ηρόδ.· <i>βεβὼς ἐπὶ ξυρῷ τύχης</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξῠρόν:''' τό бритва Eur., Arph., Plut.: ἐπὶ ξυροῦ (ἀκμῆς) ἵστασθαι Hom., Plut., ἔχεσθαι Her., ἐστηκέναι Luc. или εἶναι Theocr. находиться на острие бритвы, т. е. висеть на волоске, быть в критическом положении.
}}
}}