3,274,522
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξῠρόν:''' τό ([[ξύω]]), [[ξυράφι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., ἐπὶ ξυροῦ [[ἵσταται]] ἀκμῆς [[ὄλεθρος]] ἠὲ [[βιῶναι]], μεταφ., ο [[θάνατος]] ή η [[ζωή]] ισορροπούν στην [[κόψη]] του ξυραφιού, ή θα χαθούμε ή θα σωθούμε, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ ξυροῦ τῆς ἀκμῆς ἔχεται [[ἡμῖν]] τὰ πράγματα, σε Ηρόδ.· <i>βεβὼς ἐπὶ ξυρῷ τύχης</i>, σε Σοφ. | |lsmtext='''ξῠρόν:''' τό ([[ξύω]]), [[ξυράφι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., ἐπὶ ξυροῦ [[ἵσταται]] ἀκμῆς [[ὄλεθρος]] ἠὲ [[βιῶναι]], μεταφ., ο [[θάνατος]] ή η [[ζωή]] ισορροπούν στην [[κόψη]] του ξυραφιού, ή θα χαθούμε ή θα σωθούμε, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ ξυροῦ τῆς ἀκμῆς ἔχεται [[ἡμῖν]] τὰ πράγματα, σε Ηρόδ.· <i>βεβὼς ἐπὶ ξυρῷ τύχης</i>, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξῠρόν:''' τό бритва Eur., Arph., Plut.: ἐπὶ ξυροῦ (ἀκμῆς) ἵστασθαι Hom., Plut., ἔχεσθαι Her., ἐστηκέναι Luc. или εἶναι Theocr. находиться на острие бритвы, т. е. висеть на волоске, быть в критическом положении. | |||
}} | }} |