3,277,190
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νοερός:''' -ά, -όν ([[νόος]]), [[διανοητικός]], αυτός που ανάγεται στη νοητική [[λειτουργία]] του εγκεφάλου, σε Πλάτ. κ.λπ. | |lsmtext='''νοερός:''' -ά, -όν ([[νόος]]), [[διανοητικός]], αυτός που ανάγεται στη νοητική [[λειτουργία]] του εγκεφάλου, σε Πλάτ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νοερός:''' <b class="num">1)</b> относящийся к разуму, интеллектуальный ([[λογικός]] καὶ ν. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> разумный, мудрый ([[Ἀπόλλων]] Anth.). | |||
}} | }} |