Anonymous

νοερός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νοερός:''' -ά, -όν ([[νόος]]), [[διανοητικός]], αυτός που ανάγεται στη νοητική [[λειτουργία]] του εγκεφάλου, σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''νοερός:''' -ά, -όν ([[νόος]]), [[διανοητικός]], αυτός που ανάγεται στη νοητική [[λειτουργία]] του εγκεφάλου, σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''νοερός:''' <b class="num">1)</b> относящийся к разуму, интеллектуальный ([[λογικός]] καὶ ν. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> разумный, мудрый ([[Ἀπόλλων]] Anth.).
}}
}}