Anonymous

ὁλοσίδηρος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(28)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁλοσίδηρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από σίδηρο<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὁλοσίδηροι</i><br />στρατιώτες που φορούσαν σιδερένια [[πανοπλία]].
|mltxt=[[ὁλοσίδηρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από σίδηρο<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὁλοσίδηροι</i><br />στρατιώτες που φορούσαν σιδερένια [[πανοπλία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁλοσίδηρος:''' (ῐ) целиком сделанный из железа, весь железный ([[παλτόν]] Plut.).
}}
}}