Anonymous

ὅμαδος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὅμᾰδος:''' ὁ ([[ὁμός]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[θόρυβος]], [[σάλος]] που προέρχεται από μεγάλο αριθμό ατόμων που μιλούν ταυτοχρόνως, σε Όμηρ., Ευρ.· λέγεται για [[καταιγίδα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[θορυβώδης]] [[πλήθος]] πολεμιστών, στο ίδ.
|lsmtext='''ὅμᾰδος:''' ὁ ([[ὁμός]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[θόρυβος]], [[σάλος]] που προέρχεται από μεγάλο αριθμό ατόμων που μιλούν ταυτοχρόνως, σε Όμηρ., Ευρ.· λέγεται για [[καταιγίδα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[θορυβώδης]] [[πλήθος]] πολεμιστών, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὅμαδος:''' ὁ<b class="num">1)</b> шум, гам (ὅ. καὶ [[δοῦπος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> шумная толпа (Τρώων Hom.);<br /><b class="num">3)</b> песнь, пение (Χαρίτων Pind.);<br /><b class="num">4)</b> куча, множество (βίβλων Plat.).
}}
}}