Anonymous

ὁμοιόω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμοιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ [[ὡμοίωσα]] — Παθ., μέλ. <i>ὁμοιωθήσομαι</i> ή Μέσ. <i>ὁμοιώσομαι</i>· αόρ. αʹ [[ὡμοιώθην]], Επικ. απαρ. [[ὁμοιωθήμεναι]] ([[ὅμοιος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] όμοιο με [[κάτι]], [[εξομοιώνω]], Λατ. assimilarre, <i>τί τινι</i>, σε Ευρ., Πλάτ.· πρὸς τὰ παρόντα [[τὰς]] [[ὀργὰς]] ὁμ., προσήρμοζαν τα συναισθήματά τους στις παρούσες περιστάσεις, σε Θουκ. — Παθ., αναγκάζομαι να γίνω [[ίδιος]], [[γίνομαι]] [[παρόμοιος]], σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.· στον παρακ. [[ὡμοίωμαι]], είμαι όμοιος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρομοιάζω]], [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]], <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.· στην Κ.Δ. λέγεται για τις παραβολές του Ιησού·<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ. επίσης, [[ανταποδίδω]] με τον ίδιο τρόπο, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὁμοιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ [[ὡμοίωσα]] — Παθ., μέλ. <i>ὁμοιωθήσομαι</i> ή Μέσ. <i>ὁμοιώσομαι</i>· αόρ. αʹ [[ὡμοιώθην]], Επικ. απαρ. [[ὁμοιωθήμεναι]] ([[ὅμοιος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] όμοιο με [[κάτι]], [[εξομοιώνω]], Λατ. assimilarre, <i>τί τινι</i>, σε Ευρ., Πλάτ.· πρὸς τὰ παρόντα [[τὰς]] [[ὀργὰς]] ὁμ., προσήρμοζαν τα συναισθήματά τους στις παρούσες περιστάσεις, σε Θουκ. — Παθ., αναγκάζομαι να γίνω [[ίδιος]], [[γίνομαι]] [[παρόμοιος]], σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.· στον παρακ. [[ὡμοίωμαι]], είμαι όμοιος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρομοιάζω]], [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]], <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.· στην Κ.Δ. λέγεται για τις παραβολές του Ιησού·<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ. επίσης, [[ανταποδίδω]] με τον ίδιο τρόπο, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμοιόω:''' (inf. aor. pass. ὁμοιωθῆναι - эп. [[ὁμοιωθήμεναι]]) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> делать похожим: ὁ. εἴδωλόν τινι Eur. создать чье-л. изображение;<br /><b class="num">2)</b> уподоблять, приравнивать ([[πᾶν]] παντί Plat.; ὁμοιωθῆναί τινι κατὰ πάντα NT): ὁμοιωθήμεναί τινι Hom. равнять себя с кем-л.;<br /><b class="num">3)</b> выравнивать, сглаживать, сравнивать ([[χοῦν]] τῷ ἄλλῳ χώρῳ Her.);<br /><b class="num">4)</b> приспособлять, приноравливать (τι πρὸς τὰ παρόντα Thuc.): ὁμοιεύμενοι ἐκείνοισι Her. в подражание им.
}}
}}