3,274,919
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀλβίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, αόρ. αʹ [[ὤλβισα]] ([[ὄλβιος]])· κάνω κάποιον ευτυχισμένο, σε Ευρ.· [[θεωρώ]] ότι είμαι ή [[δηλώνω]] ότι είμαι [[ευτυχισμένος]], σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ. — Παθ., είμαι ή θεωρούμαι [[ευτυχής]], μτχ. παρακ. <i>ὠλβισμένοι</i>, σε Ευρ.· μτχ. αορ. αʹ <i>ὀλβισθείς</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''ὀλβίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, αόρ. αʹ [[ὤλβισα]] ([[ὄλβιος]])· κάνω κάποιον ευτυχισμένο, σε Ευρ.· [[θεωρώ]] ότι είμαι ή [[δηλώνω]] ότι είμαι [[ευτυχισμένος]], σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ. — Παθ., είμαι ή θεωρούμαι [[ευτυχής]], μτχ. παρακ. <i>ὠλβισμένοι</i>, σε Ευρ.· μτχ. αορ. αʹ <i>ὀλβισθείς</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλβίζω:''' <b class="num">1)</b> делать счастливым, давать блаженство (ἓν ἦμάρ μ᾽ ὤλβισ᾽, ἓν δ᾽ ἀπώλεσεν Eur.);<br /><b class="num">2)</b> считать счастливым (μηδένα Soph.): οἱ τὰ πρῶτ᾽ ὠλβισμένοι Eur. слывущие самыми счастливыми. | |||
}} | }} |