Anonymous

ὀλβίζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[ὤλβισα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> rendre heureux;<br /><b>2</b> regarder comme heureux.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλβος]].
|btext=<i>ao.</i> [[ὤλβισα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> rendre heureux;<br /><b>2</b> regarder comme heureux.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλβος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλβίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, αόρ. αʹ [[ὤλβισα]] ([[ὄλβιος]])· κάνω κάποιον ευτυχισμένο, σε Ευρ.· [[θεωρώ]] ότι είμαι ή [[δηλώνω]] ότι είμαι [[ευτυχισμένος]], σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ. — Παθ., είμαι ή θεωρούμαι [[ευτυχής]], μτχ. παρακ. <i>ὠλβισμένοι</i>, σε Ευρ.· μτχ. αορ. αʹ <i>ὀλβισθείς</i>, στον ίδ.
}}
}}