Anonymous

ὀπίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀπίζομαι:''' ([[ὄπις]]), αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ.· Επικ. βʹ ενικ. [[ὀπίζεο]], γʹ ενικ. <i>ὠπίζετο</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κοιτάζω]], [[αντιμετωπίζω]] με σεβασμό και [[δέος]], Λατ. vereri, revereri, σε Όμηρ.· απόλ., <i>ὀπιζόμενος</i>, [[ευσεβής]] [[άνθρωπος]], σε Πίνδ.· [[χάρις]] ὀπιζομένα, ευσεβές [[αίσθημα]] ευγνωμοσύνης, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φροντίζω]] για, με γεν., σε Θέογν.· ομοίως στην Ενεργ., <i>σώματος ὀπίζων</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀπίζομαι:''' ([[ὄπις]]), αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ.· Επικ. βʹ ενικ. [[ὀπίζεο]], γʹ ενικ. <i>ὠπίζετο</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κοιτάζω]], [[αντιμετωπίζω]] με σεβασμό και [[δέος]], Λατ. vereri, revereri, σε Όμηρ.· απόλ., <i>ὀπιζόμενος</i>, [[ευσεβής]] [[άνθρωπος]], σε Πίνδ.· [[χάρις]] ὀπιζομένα, ευσεβές [[αίσθημα]] ευγνωμοσύνης, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φροντίζω]] για, με γεν., σε Θέογν.· ομοίως στην Ενεργ., <i>σώματος ὀπίζων</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀπίζομαι:''' <b class="num">I</b> [[ὄπις]]<br /><b class="num">1)</b> взирать со страхом, т. е. бояться, страшиться (Διὸς μῆνιν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> уважать, чтить (μητρὸς ἐφετμήν Hom.): ὀπιζόμενος Pind. исполненный почтения, почтительный.<br /><b class="num">II</b> pass. к [[ὀπίζω]].
}}
}}