ὀπίζομαι
ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots
English (LSJ)
Lacon. ὀπίδδομαι IG5(1).919, Hom. only pres. and impf. 2 and 3sg.: later also part. (v. infr.), and aor.
A ὠπίσατο Q.S.2.618: (ὄπις):—regard with awe and dread, Διὸς δ' ὠπίζετο μῆνιν Od.14.283; τῶν ὅ γ' ὀπίζετο μῆνιν Hes.Sc.21; σὸν θυμὸν ὀπίζομαι Od.13.148; μητρὸς.. ὠπίζετ' ἐφετμήν Il.18.216; ἐμὲ δ' οὐδὲν ὀπίζεο νόσφιν ἐόντα 22.332, cf. h.Merc.382: abs. in part., feel awe or reverence, Pi.P.4.86, I.3.5; χάρις ὀπιζομένα filled with reverence, Id.P.2.17.
2 after Hom., care for, c. gen. pers., Thgn.734,1148, A.R.2.181, Man.6.218:—so later in Act., σώματος.. ὀπίζων App.Anth.3.143.—Ep. and Lyr. Verb, never in Trag.
German (Pape)
[Seite 357] (ὄπις), Rücksicht worauf nehmen, sich woran lehren, mit dem Nebenbegriff theils der ehrfurchtsvollen Scheu, achten, ehren, μητρὸς γὰρ πυκινὴν ὠπίζετ' ἐφετμήν, Il. 18, 216, den Befehl der Mutter in Ehren halten u. ihm gehorchen, theils der Furcht vor den Mächtigeren, Διὸς δ' ὠπίζετο μῆνιν ξεινίου, Od. 14, 283; Hes. Sc. 21; ἀλλὰ σὸν αἰεὶ θυμὸν ὀπίζομαι ἠδ' ἀλεείνω, Od. 13, 148; auch zum Hektor sagt Achilles ἐμὲ δ' οὐδὲν ὀπίζεο νόσφιν ἐόντα, Il. 22, 332; H. h. Merc. 382; Pind. P. 2, 17, der auch ζώει μάσσων ὄλβος ὀπιζομένων verbindet, I. 3, 5, derer, die vor den Höheren Ehrerbietung, Achtung haben; sp. D., Diod. 16 (VII, 624), die es auch wie φροντίζομαι u. ä. mit dem gen. verbinden; so schon Theogn. 732. 1144; οὐδ' ὅσσον όπίζετο καὶ Διὸς αὐτοῦ, Ap. Rh. 2, 181. 4, 700; vgl. Maneth. 6, 218. – Das activ. in derselben Bdtg findet sich in einem späteren Epigramm, Ep. ad. 632 (App. 223), σώματος ἔσχατ' ὀπίζων.
Russian (Dvoretsky)
ὀπίζομαι:
I ὄπις
1 взирать со страхом, т. е. бояться, страшиться (Διὸς μῆνιν Hom.);
2 уважать, чтить (μητρὸς ἐφετμήν Hom.): ὀπιζόμενος Pind. исполненный почтения, почтительный.
II pass. к ὀπίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπίζομαι: ἀποθ., ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ κατὰ παρατατ. γ΄ ἑνικ.: ἀκολούθως καὶ κατὰ μετοχ. (ἴδε κατωτ.) καὶ ἀόρ. ὠπίσατο, Κόϊντ. Σμ. 2. 618· (ὄπις). Θεωρῶ μετὰ φόβου καὶ σεβασμοῦ, φοβοῦμαι, σέβομαι, Λατ. vereri, revereri, Διὸς δ’ ὠπίζετο μῆνιν Ὀδ. Ξ. 283· τῶν ὄγ’ ὀπίζετο μῆνιν Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 21· σὸν θυμὸν Ν. 148· μητρὸς ἐφετμὴν Ἰλ. Σ. 216· ἐμὲ δ’ οὐδὲν ὀπίζεο νόσφιν ἐόντα Φ. 332, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 382· - ἀπολ., ὀπιζόμενος, ἄνθρωπος εὐσεβής, Πινδ. Π. 4. 152, Ι. 3. 7· χάρις ὀπιζομένα, εὐσεβὴς εὐγνωμοσύνη, ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 34. 2) μεθ’ Ὅμηρ., φροντίζω, περί τινος, μετὰ γεν. προσ. ὡς τὰ ὅμοια ῥήματα ἀλέγω, ἀλεγίζω, ἐπιστρέφομαι, Θέογν. 732, 1144, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 181· πρβλ. ὄπις ΙΙ. 1· - τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ ἔν τινι μεταγεν. ἐπιγράμμ. ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, σώματος ... ὀπίζων Ἀνθ. Π. παράρτ. 223. - Ἐπικ. καὶ λυρ. ῥῆμα οὐδαμοῦ ἐν χρήσει παρὰ Τραγ.
English (Autenrieth)
(ὄπις), ipf. ὀπίζεο, ὠπίζετο: have regard to with awe, reverence, dread; Διὸς μῆνιν, μητρὸς ἐφετμήν, τινά, Od. 14.283, Σ 21, Il. 22.332.
English (Slater)
ὀπίζομαι
a regard with awe ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν (sc. Ἰάσονα) (P. 4.86)
b show regard ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα (ποί τινος codd.: ποίνιμος Spiegel) (P. 2.17) ζώει δὲ μάσσων ὄλβος ὀπιζομένων (v. Thummer, 73.) (I. 3.5)
Greek Monolingual
(I)
ὀπίζομαι και λακων. τ. ὀπίδδομαι (Α) όπις
(επικ. και λυρ. τ.)
1. βλέπω με φόβο και σεβασμό, αισθάνομαι δέος και σεβασμό για κάποιον, φοβάμαι, σέβομαι («Διὸς δ' ὠπίζετο μῆνιν ξεινίου», Ομ. Οδ.)
2. φροντίζω για κάποιον ή για κάτι («οὐδὲν ὀπιζομένη λεχέων θεσμῶν τε γάμοιο», Μαν.)
3. (σπαν. και το ενεργ.) ὀπίζω
μεριμνώ, νοιάζομαι
4. (η μτχ. ενεστ.) ὀπιζόμενος, -ένη, -ον
ευσεβής («χάρις ὀπιζομένα» — ευσεβής ευγνωμοσύνη, Πίνδ.).
(II)
ὀπίζομαι (Μ) οπή
ανοίγω διέξοδο, περνώ διά μέσου.
Greek Monotonic
ὀπίζομαι: (ὄπις), αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ.· Επικ. βʹ ενικ. ὀπίζεο, γʹ ενικ. ὠπίζετο·
1. κοιτάζω, αντιμετωπίζω με σεβασμό και δέος, Λατ. vereri, revereri, σε Όμηρ.· απόλ., ὀπιζόμενος, ευσεβής άνθρωπος, σε Πίνδ.· χάρις ὀπιζομένα, ευσεβές αίσθημα ευγνωμοσύνης, στον ίδ.
2. φροντίζω για, με γεν., σε Θέογν.· ομοίως στην Ενεργ., σώματος ὀπίζων, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὀπίζομαι, only in pres. and imperf.] ὄπις
1. Dep., to regard with awe and dread, Lat. vereri, revereri, Hom.:—absol., ὀπιζόμενος a pious man, Pind.; χάρις ὀπιζομένα pious gratitude, Pind.
2. to care for, c. gen., Theogn.: —so in Act. σώματος ὀπίζων Anth.