Anonymous

ὀξύνω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀξύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>ὀξυνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ὤξῡνα</i>, παρακ. <i>ὄξυγκα</i> — Παθ., αόρ. αʹ [[ὠξύνθην]], παρακ. <i>ὤξυμμαι</i> και <i>ὤξυσμαι</i> ([[ὀξύς]])·<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] οξύ, αιχμηρό, κοφτερό· μεταφ., [[κεντρίζω]] το θυμό, [[προκαλώ]], [[εξερεθίζω]], σε Σοφ. — Παθ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> κάνω [[κάτι]] οξύ, δριμύ, γρήγορο, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀξύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>ὀξυνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ὤξῡνα</i>, παρακ. <i>ὄξυγκα</i> — Παθ., αόρ. αʹ [[ὠξύνθην]], παρακ. <i>ὤξυμμαι</i> και <i>ὤξυσμαι</i> ([[ὀξύς]])·<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] οξύ, αιχμηρό, κοφτερό· μεταφ., [[κεντρίζω]] το θυμό, [[προκαλώ]], [[εξερεθίζω]], σε Σοφ. — Παθ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> κάνω [[κάτι]] οξύ, δριμύ, γρήγορο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξύνω:''' (ῡ) (fut. ὀξῠνῶ, aor. ὤξῡνα; aor. pass. [[ὠξύνθην]])<br /><b class="num">1)</b> заострять, обострять (τὴν αἴσθησιν Anth.);<br /><b class="num">2)</b> делать кислым (οἱ οἶνοι ἐν ταῖς ἀλέαις ὀξύνονται Arst.);<br /><b class="num">3)</b> раздражать, сердить ([[στόμα]] τινός Soph.; ἀκούσας καὶ ὀξυνθείς Her.).
}}
}}