Anonymous

ὀξύβαφον: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀξύβᾰφον:''' τό ([[βάπτω]]), μικρό [[δοχείο]] για τη [[φύλαξη]] του ξιδιού· [[έπειτα]], γενικά, ρηχό [[δοχείο]], μικρό [[κύπελλο]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὀξύβᾰφον:''' τό ([[βάπτω]]), μικρό [[δοχείο]] για τη [[φύλαξη]] του ξιδιού· [[έπειτα]], γενικά, ρηχό [[δοχείο]], μικρό [[κύπελλο]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξύβᾰφον:''' (ῠ) τό<br /><b class="num">1)</b> уксусник Arph.;<br /><b class="num">2)</b> соусник Arph.;<br /><b class="num">3)</b> оксибаф (мера жидкостей = 0.0684 л).
}}
}}