Anonymous

ὁμόσπονδος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόσπονδος:''' -ον ([[σπονδή]]), αυτός που συμμετέχει στις ιερουργικές σπονδές μαζί με άλλους, που μοιράζεται το ίδιο [[ποτήρι]] με κάποιον, σε Ηρόδ., Δημ.
|lsmtext='''ὁμόσπονδος:''' -ον ([[σπονδή]]), αυτός που συμμετέχει στις ιερουργικές σπονδές μαζί με άλλους, που μοιράζεται το ίδιο [[ποτήρι]] με κάποιον, σε Ηρόδ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόσπονδος:''' <b class="num">1)</b> совместно совершающий возлияния, т. е. пьющий за одним столом (ὁμοτράπεζός τε καὶ ὁ. Her.);<br /><b class="num">2)</b> участвующий в заключении союзного договора, связанный союзом (τινι Dem.).
}}
}}