3,277,121
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμόσπονδος:''' -ον ([[σπονδή]]), αυτός που συμμετέχει στις ιερουργικές σπονδές μαζί με άλλους, που μοιράζεται το ίδιο [[ποτήρι]] με κάποιον, σε Ηρόδ., Δημ. | |lsmtext='''ὁμόσπονδος:''' -ον ([[σπονδή]]), αυτός που συμμετέχει στις ιερουργικές σπονδές μαζί με άλλους, που μοιράζεται το ίδιο [[ποτήρι]] με κάποιον, σε Ηρόδ., Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμόσπονδος:''' <b class="num">1)</b> совместно совершающий возлияния, т. е. пьющий за одним столом (ὁμοτράπεζός τε καὶ ὁ. Her.);<br /><b class="num">2)</b> участвующий в заключении союзного договора, связанный союзом (τινι Dem.). | |||
}} | }} |