ὁμόσπονδος

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόσπονδος Medium diacritics: ὁμόσπονδος Low diacritics: ομόσπονδος Capitals: ΟΜΟΣΠΟΝΔΟΣ
Transliteration A: homóspondos Transliteration B: homospondos Transliteration C: omospondos Beta Code: o(mo/spondos

English (LSJ)

ὁμόσπονδον,
A sharing in the drink offering, sharing the same cup, making libations with, table companion, ὁμοτράπεζός τέ μοι καὶ ὁμόσπονδος ἐγένεο Hdt.9.16; μήθ' ὁμωρόφιον μήθ' ὁ...εἶναί τισι D.18.287; [πόλις]..ἧς (οἷς codd.) ὁμόσπονδος καὶ ὁμοτράπεζος.. γέγονεν Din.1.24.
2 bound by treaty to, τινι LXX 3 Ma.3.7.

German (Pape)

[Seite 340] an dem Trankopfer theilnehmend; dah. – a) mit an demselben Tische essend, Tischgenoß, neben ὁμοτράπεζος Her. 9, 16. – b) an einem Friedensschlusse od. Bündnisse theilhabend, ὁμ. τοῖς Θηβαίοις ὤν Din. 1, 24; Dem. 18, 287 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui fait des libation avec, compagnon de table;
2 qui prend part à une alliance, confédéré avec, τινι.
Étymologie: ὁμός, σπονδή.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόσπονδος:
1 совместно совершающий возлияния, т. е. пьющий за одним столом (ὁμοτράπεζός τε καὶ ὁ. Her.);
2 участвующий в заключении союзного договора, связанный союзом (τινι Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόσπονδος: -ον, ὁ κοινωνῶν σπονδῶν καὶ θυσιῶν μετά τινος, φίλος, ὁμοτράπεζός τέ μοι καὶ ὁμ. ἐγένεο Ἡρόδ. 9. 16· μήθ’ ὁμωρόφιον μήθ’ ὁμόσπονδον… εἶναι τινι Δημ. 321. 14· ὁμ. καὶ ὁμοτράπεζός τινι Δείναρχ. 93. 18. 2) ὁ διὰ τῆς συνθήκης συνδεδεμένος μετά τινος, τινι Ἑβδ. (Γ΄Μακκ. Γ΄, 7).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόσπονδος, -ον)
νεοελλ.
(για κράτη) αυτός που αποτελεί ομοσπονδία με κάποιον άλλο, που αποτελεί τμήμα μιας ομοσπονδίας («οι ομόσπονδες πολιτείες της Ελβετίας»)
αρχ.
1. αυτός που μετέχει σε σπονδές
2. αυτός που συνδέεται με κάποιον με σπονδές, με συνθήκες, σύμμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + σπονδή (πρβλ. παράσπονδος)].

Greek Monotonic

ὁμόσπονδος: -ον (σπονδή), αυτός που συμμετέχει στις ιερουργικές σπονδές μαζί με άλλους, που μοιράζεται το ίδιο ποτήρι με κάποιον, σε Ηρόδ., Δημ.

Middle Liddell

ὁμόσπονδος, ον, (σπονδή) sharing in the drink-offering, sharing the same cup, Hdt., Dem.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὁμοῦ + σπονδή τοῦ σπένδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ὁμός.