Anonymous

ὁρκίζω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁρκίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[βάζω]] κάποιον να ορκιστεί, σε Ξεν., Δημ.· [[ὁρκίζω]] σετὸν Θεόν, σε [[ορκίζω]] στο [[στόμα]] του Θεού, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ὁρκίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[βάζω]] κάποιον να ορκιστεί, σε Ξεν., Δημ.· [[ὁρκίζω]] σετὸν Θεόν, σε [[ορκίζω]] στο [[στόμα]] του Θεού, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ὁρκίζω:''' <b class="num">1)</b> брать клятву, заставлять клясться (τινά Xen., Dem., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> заклинать, умолять: ὁ. τινὰ τὸν θεόν NT заклинать кого-л. богом.
}}
}}