Anonymous

ὄψ: Difference between revisions

From LSJ
461 bytes added ,  1 January 2019
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄψ:''' ἡ ([[εἰπεῖν]]), χρησιμ. μόνον στις πλάγ. πτώσεις του ενικ. [[ὀπός]], <i>ὀπί</i>, [[ὄπα]]·<br /><b class="num">I.</b> [[φωνή]], σε Όμηρ., Ησίοδ., Τραγ.· λέγεται για τους αυλούς, σε Θέογν.<br /><b class="num">II.</b> [[λέξη]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
|lsmtext='''ὄψ:''' ἡ ([[εἰπεῖν]]), χρησιμ. μόνον στις πλάγ. πτώσεις του ενικ. [[ὀπός]], <i>ὀπί</i>, [[ὄπα]]·<br /><b class="num">I.</b> [[φωνή]], σε Όμηρ., Ησίοδ., Τραγ.· λέγεται για τους αυλούς, σε Θέογν.<br /><b class="num">II.</b> [[λέξη]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄψ:''' [[ὀπός]] ἡ [одного корня с [[ἔπος]] (только sing. в косв. падежах)<br /><b class="num">1)</b> голос (Ἀτρείδεω, Κίρκης ἀειδούσης, sc. τεττίγων, ἀρνῶν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> слово, речь ([[θεῶν]] Hom.).<br />[[ὀπός]] ἡ [одного корня с [[ὄψομαι]] взор, зрение, видение Emped.
}}
}}