Anonymous

παριππεύω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παριππεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διέρχομαι]] [[έφιππος]], <i>πόντον</i>, σε Ευρ.· [[ιππεύω]] παραπλεύρως, σε Θουκ.
|lsmtext='''παριππεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διέρχομαι]] [[έφιππος]], <i>πόντον</i>, σε Ευρ.· [[ιππεύω]] παραπλεύρως, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''παριππεύω:''' <b class="num">1)</b> проезжать на конях (πόντον Eur. - о Диоскурах): οἱ Συρακόσιοι παριππεύοντες Thuc. сиракузская конница;<br /><b class="num">2)</b> подъезжать верхом (ἐπὶ τὰ μέσα τῆς παρατάξεως Polyb.).
}}
}}