Anonymous

πάταγος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάτᾰγος:''' ὁ, [[κρότος]], [[γδούπος]], λέγεται για δέντρα που πέφτουν, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κρότος]] των δοντιών, στο ίδ.· παφλασμό σώματος που πέφτει στο [[νερό]], στο ίδ.· [[θόρυβος]] ή [[βροντή]] κεραυνού, σε Αριστοφ.· [[κρότος]] χεριών, σε Ηρόδ., Τραγ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
|lsmtext='''πάτᾰγος:''' ὁ, [[κρότος]], [[γδούπος]], λέγεται για δέντρα που πέφτουν, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κρότος]] των δοντιών, στο ίδ.· παφλασμό σώματος που πέφτει στο [[νερό]], στο ίδ.· [[θόρυβος]] ή [[βροντή]] κεραυνού, σε Αριστοφ.· [[κρότος]] χεριών, σε Ηρόδ., Τραγ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
{{elru
|elrutext='''πάτᾰγος:''' (πᾰ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> треск, грохот (ἀγνυμενάων, sc. δενδρέων Hom.);<br /><b class="num">2)</b> стук, стучание (ὀδόντων Hom.);<br /><b class="num">3)</b> гудение (τόξων Soph.);<br /><b class="num">4)</b> лязг, бряцание, звон (ἀσπίδων Arph.);<br /><b class="num">5)</b> шум, вой (τοῦ ῥεύματος Plut.);<br /><b class="num">6)</b> шутл. трескотня (ὀνομάτων Luc.).
}}
}}