Anonymous

παραλείπω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραλείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, παρακ. -[[λέλοιπα]]·<br /><b class="num">I.</b> [[αφήνω]] κατά [[μέρος]], [[αφήνω]] να παραμείνει [[πίσω]], [[καταλείπω]], σε Θουκ., Ξεν.· <i>τοῖςἐχθροῖς παραλείπειται</i>, διατηρείται, φυλάσσεται για τους εχθρούς, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[αφήνω]] σε κάποιον [[άλλο]], λόγον τινὶ [[παραλείπω]], [[αφήνω]] σ' αυτόν χρόνο να μιλήσει, σε Αισχίν.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[αφήνω]] στην [[άκρη]], δεν [[λαμβάνω]] υπόψιν, [[αψηφώ]], [[παραμελώ]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ. — Παθ., εἴ τις παραλείπεται [[πρόσοδος]], εάν το [[εισόδημα]] είναι ανεπαρκές, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραλείπω]], [[αφήνω]] [[χωρίς]] να πω [[κάτι]], [[παραμελώ]], [[αφήνω]] στην [[άκρη]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὰ παραλειπόμενα</i>, παραλείψεις, σε Πλάτ.
|lsmtext='''παραλείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, παρακ. -[[λέλοιπα]]·<br /><b class="num">I.</b> [[αφήνω]] κατά [[μέρος]], [[αφήνω]] να παραμείνει [[πίσω]], [[καταλείπω]], σε Θουκ., Ξεν.· <i>τοῖςἐχθροῖς παραλείπειται</i>, διατηρείται, φυλάσσεται για τους εχθρούς, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[αφήνω]] σε κάποιον [[άλλο]], λόγον τινὶ [[παραλείπω]], [[αφήνω]] σ' αυτόν χρόνο να μιλήσει, σε Αισχίν.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[αφήνω]] στην [[άκρη]], δεν [[λαμβάνω]] υπόψιν, [[αψηφώ]], [[παραμελώ]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ. — Παθ., εἴ τις παραλείπεται [[πρόσοδος]], εάν το [[εισόδημα]] είναι ανεπαρκές, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραλείπω]], [[αφήνω]] [[χωρίς]] να πω [[κάτι]], [[παραμελώ]], [[αφήνω]] στην [[άκρη]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὰ παραλειπόμενα</i>, παραλείψεις, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραλείπω:''' (pf. παραλέλοιπα - pass. παραλέλειμμαι)<br /><b class="num">1)</b> оставлять нетронутым (τι ἐν ταῖς ἐσβολαῖς Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> предоставлять, разрешать (λόγον τινί Aeschin.; τινὶ ποιεῖν τι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> пропускать, обходить молчанием, не упоминать (τινά и τι Arph., Lys. etc.): τὰ παραλειπόμενα Plat. и τὰ παραλελειμμένα Arst., Isocr. пропуски, недочеты;<br /><b class="num">4)</b> упускать ([[καιρόν]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> пренебрегать (τὸ τοῦ θεοῦ τό τ᾽ [[εὐσεβές]] Eur.).
}}
}}