Anonymous

περικνίζω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περικνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[γαργαλώ]] [[παντού]], [[τσιμπώ]] [[ελαφρά]] [[παντού]]· ομοίως στον Μέσ. αόρ. αʹ <i>περικνίξασθε</i>, λέγεται για τις μέλισσες, σε Ανθ.
|lsmtext='''περικνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[γαργαλώ]] [[παντού]], [[τσιμπώ]] [[ελαφρά]] [[παντού]]· ομοίως στον Μέσ. αόρ. αʹ <i>περικνίξασθε</i>, λέγεται για τις μέλισσες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''περικνίζω:''' тж. med. обгрызать, обкусывать Plut., Anth.
}}
}}