περικνίζω

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικνίζω Medium diacritics: περικνίζω Low diacritics: περικνίζω Capitals: ΠΕΡΙΚΝΙΖΩ
Transliteration A: periknízō Transliteration B: periknizō Transliteration C: periknizo Beta Code: perikni/zw

English (LSJ)

scratch all round v.l. in Poll.9.113: metaph., keep nibbling at a thing, D.H.9.32, Plu.2.10e: aor. Med. περικνίξασθε, of bees, AP9.226 (Zon.).

German (Pape)

[Seite 580] ringsum od. von allen Seiten kratzen, kneipen, Poll. 9, 113; bei Plut. ed. lib. 14 M. l. d.; περικνίξασθε, von den Vienen gesagt, Zon. 6 (IX, 226).

French (Bailly abrégé)

gratter tout autour, ronger.
Étymologie: περί, κνίζω.

Russian (Dvoretsky)

περικνίζω: тж. med. обгрызать, обкусывать Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

περικνίζω: μέλλ. -ίσω, γαργαλίζω ἢ τσυμπῶ, πανταχόθεν «κνίζουσιν ἢ παίουσιν αὐτὸν περιθέοντες» Πολυδ. Θ΄, 113· - περιδάκνω, Διον. Ἁλ. 9. 32, Πλούτ. 2. 10D· οὕτως ἐν τῷ μέσ. ἀορ. περικνίξασθε, ἐπὶ τῶν μελισσῶν, Ἀνθ. Π. 9. 226.

Greek Monolingual

Α
1. κνίζω, τσιμπώ κάποιον ή κάτι από όλες τις πλευρές
2. μτφ. τσιμπολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κνίζω «ξύνω»].

Greek Monotonic

περικνίζω: μέλ. -σω, γαργαλώ παντού, τσιμπώ ελαφρά παντού· ομοίως στον Μέσ. αόρ. αʹ περικνίξασθε, λέγεται για τις μέλισσες, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. σω
to scratch all round, keep nibbling; so in aor1 mid. περικνίξασθε, of bees, Anth.