Anonymous

πληροφορέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πληροφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[φέρω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ικανοποιώ]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> στην Παθ., λέγεται για πρόσωπα, έχω πλήρη [[ικανοποίηση]], είμαι πλήρως [[βέβαιος]], στο ίδ.· λέγεται για πράγματα, [[γίνομαι]] πλήρως [[πιστευτός]], στο ίδ.
|lsmtext='''πληροφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[φέρω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ικανοποιώ]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> στην Παθ., λέγεται για πρόσωπα, έχω πλήρη [[ικανοποίηση]], είμαι πλήρως [[βέβαιος]], στο ίδ.· λέγεται για πράγματα, [[γίνομαι]] πλήρως [[πιστευτός]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πληροφορέω:''' <b class="num">1)</b> исполнять (διακονίαν NT); pass. исполняться, сбываться ([[ἵνα]] τὸ [[κήρυγμα]] πληροφορηθῇ NT);<br /><b class="num">2)</b> полностью удостоверять: πληροφορηθείς NT вполне уверенный; τὰ πεπληροφορημένα πράγματα NT вполне достоверные события.
}}
}}