3,277,759
edits
(6) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πληροφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[φέρω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ικανοποιώ]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> στην Παθ., λέγεται για πρόσωπα, έχω πλήρη [[ικανοποίηση]], είμαι πλήρως [[βέβαιος]], στο ίδ.· λέγεται για πράγματα, [[γίνομαι]] πλήρως [[πιστευτός]], στο ίδ. | |lsmtext='''πληροφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[φέρω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ικανοποιώ]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> στην Παθ., λέγεται για πρόσωπα, έχω πλήρη [[ικανοποίηση]], είμαι πλήρως [[βέβαιος]], στο ίδ.· λέγεται για πράγματα, [[γίνομαι]] πλήρως [[πιστευτός]], στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πληροφορέω:''' <b class="num">1)</b> исполнять (διακονίαν NT); pass. исполняться, сбываться ([[ἵνα]] τὸ [[κήρυγμα]] πληροφορηθῇ NT);<br /><b class="num">2)</b> полностью удостоверять: πληροφορηθείς NT вполне уверенный; τὰ πεπληροφορημένα πράγματα NT вполне достоверные события. | |||
}} | }} |