Anonymous

πορθμεύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πορθμεύω:''' ([[πορθμός]]), μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφέρω]] ή [[διαπορθμεύω]] σε ισθμό, σε ποταμό, Λατ. trajicere, σε Ευρ.· [[πορθμεύω]] τινὰς εἰς Σαλαμῖνα, σε Αισχίν.· [[έπειτα]], γενικά, [[μεταφέρω]], [[φέρω]], [[κουβαλώ]], σε Τραγ. — Παθ., μεταφέρομαι ή διαπορθμεύομαι, περνώ από τη μια [[πλευρά]] στην [[άλλη]], σε Ηρόδ., Ευρ.· με αιτ. τόπου, περνώ διαμέσου, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> η Ενεργ. ως αμτβ., όπως Λατ. trajicere, [[διέρχομαι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πορθμεύω:''' ([[πορθμός]]), μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφέρω]] ή [[διαπορθμεύω]] σε ισθμό, σε ποταμό, Λατ. trajicere, σε Ευρ.· [[πορθμεύω]] τινὰς εἰς Σαλαμῖνα, σε Αισχίν.· [[έπειτα]], γενικά, [[μεταφέρω]], [[φέρω]], [[κουβαλώ]], σε Τραγ. — Παθ., μεταφέρομαι ή διαπορθμεύομαι, περνώ από τη μια [[πλευρά]] στην [[άλλη]], σε Ηρόδ., Ευρ.· με αιτ. τόπου, περνώ διαμέσου, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> η Ενεργ. ως αμτβ., όπως Λατ. trajicere, [[διέρχομαι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πορθμεύω:''' <b class="num">1)</b> перевозить, переправлять (Θρῇκα στρατόν Eur.); med.-pass. двигаться (κατὰ τὰ ῥέεθρα τοῦ ποταμοῦ Her.): αἰθέρα πορθμεύεσθαι Eur. проноситься по эфиру;<br /><b class="num">2)</b> (sc. ἑαυτόν) переправляться, переплывать (τὸν ποταμόν Plat.): τις ποτ᾽ ἄρ᾽ ἀστὴρ [[ὅδε]] πορθμεύει; Eur. что это за звезда проносится?;<br /><b class="num">3)</b> приносить, доставлять (ἐφετμάς Aesch.; γραφὰς πρὸς [[Ἄργος]] Eur.);<br /><b class="num">4)</b> переносить (τινὰ ἐκ τῆσδε γῆς Soph.);<br /><b class="num">5)</b> вести, приводить, доводить (ὑπόμνησιν - v. l. ὑπομνήσει - εἰς δάκρυα Eur.): [[ποῖ]] τόνδε πορθμεύεις; Eur. куда ведешь ты этот (отряд)?;<br /><b class="num">6)</b> передвигать, переставлять: π. [[πόδα]] или [[ἴχνος]] Eur. идти, уходить или приходить.
}}
}}