Anonymous

προβάδην: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προβάδην:''' [ᾰ] ([[προβαίνω]]), επίρρ., βαδίζοντας, σε Ησίοδ.· [[προβάδην]] ἔξαγε, τους οδήγησε προς τα [[εμπρός]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''προβάδην:''' [ᾰ] ([[προβαίνω]]), επίρρ., βαδίζοντας, σε Ησίοδ.· [[προβάδην]] ἔξαγε, τους οδήγησε προς τα [[εμπρός]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''προβάδην:''' (ᾰ) adv.<br /><b class="num">1)</b> двигаясь вперед, на ходу Hes.;<br /><b class="num">2)</b> вперед (ἐξάγειν Arph.).
}}
}}