Anonymous

προαποπέμπω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προαποπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[διώχνω]] [[μακριά]] από [[πριν]], σε Θουκ. — Μέσ., σε Ξεν.
|lsmtext='''προαποπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[διώχνω]] [[μακριά]] από [[πριν]], σε Θουκ. — Μέσ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''προᾰποπέμπω:''' тж. med. высылать заранее или вперед (τὰς γυναῖκας ἐν ταῖς ἁρμαμάξαις Xen.): προαποπεμφθῆναι Thuc. быть высланным вперед.
}}
}}