Anonymous

προκολακεύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προκολᾰκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[καλοπιάνω]] εκ των προτέρων, σε Πλάτ.
|lsmtext='''προκολᾰκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[καλοπιάνω]] εκ των προτέρων, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''προκολᾰκεύω:''' заранее льстить, окружать лестью (τινά Plat., Plut.).
}}
}}