προκολακεύω
From LSJ
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
flatter beforehand, Pl.R. 494c, Plu.2.65e.
German (Pape)
[Seite 731] vorher schmeicheln, τινά, Plat. Rep. VI, 494 c.
French (Bailly abrégé)
flatter auparavant.
Étymologie: πρό, κολακεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-κολακεύω vooraf vleien.
Russian (Dvoretsky)
προκολᾰκεύω: заранее льстить, окружать лестью (τινά Plat., Plut.).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
προκολᾰκεύω: μέλ. -σω, καλοπιάνω εκ των προτέρων, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
προκολᾰκεύω: κολακεύω προηγουμένως, Πλάτ. Πολ. 494C, Πλούτ. 2. 65Ε.
Middle Liddell
fut. σω
to flatter beforehand, Plat.