Anonymous

προλείπω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προλείπω:''' μέλ. -ψω, παρακ. -[[λέλοιπα]], αόρ. βʹ <i>προὔλῐπον</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προχωρώ]] και [[αφήνω]], [[βαδίζω]] [[εμπρός]] και [[φεύγω]], [[αφήνω]] [[πίσω]], [[εγκαταλείπω]], παρατάω, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>μῆτίς σε προλέλοιπε</i>, η [[φρόνηση]] σε έχει εγκαταλείψει, σε Ομήρ. Οδ.· <i>χώρανπρολείπω</i>, [[εγκαταλείπω]] τη [[χώρα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[παραλείπω]] να κάνω [[κάτι]], σε Θέογν., Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, [[εγκαταλείπω]], [[αφήνω]] κάποιον, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[σταματώ]] ή [[αφήνω]] εκ των προτέρων, [[παραλείπω]], Ἀτρείδαις οὐ προλείπει [[φόνος]], σε Ευρ.· εἴ τῳ προλείποι ἡ [[ῥώμη]], σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, [[λιποθυμώ]], [[λιποψυχώ]], αποδυναμώνομαι λόγω λιποθυμίας, [[εξασθενίζω]], σε Ευρ.
|lsmtext='''προλείπω:''' μέλ. -ψω, παρακ. -[[λέλοιπα]], αόρ. βʹ <i>προὔλῐπον</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προχωρώ]] και [[αφήνω]], [[βαδίζω]] [[εμπρός]] και [[φεύγω]], [[αφήνω]] [[πίσω]], [[εγκαταλείπω]], παρατάω, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>μῆτίς σε προλέλοιπε</i>, η [[φρόνηση]] σε έχει εγκαταλείψει, σε Ομήρ. Οδ.· <i>χώρανπρολείπω</i>, [[εγκαταλείπω]] τη [[χώρα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[παραλείπω]] να κάνω [[κάτι]], σε Θέογν., Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, [[εγκαταλείπω]], [[αφήνω]] κάποιον, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[σταματώ]] ή [[αφήνω]] εκ των προτέρων, [[παραλείπω]], Ἀτρείδαις οὐ προλείπει [[φόνος]], σε Ευρ.· εἴ τῳ προλείποι ἡ [[ῥώμη]], σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, [[λιποθυμώ]], [[λιποψυχώ]], αποδυναμώνομαι λόγω λιποθυμίας, [[εξασθενίζω]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''προλείπω:''' <b class="num">1)</b> оставлять, покидать (κτήματά τε ἄνδρας τ᾽ ἐν δόμοισιν Hom.; τὴν πόλιν ἐν [[μυρίῳ]] πένθει Plut.): μὴ τὸ ξυμμάχων κοινὸν [[προλιπεῖν]] Thuc. не изменить общему делу союзников;<br /><b class="num">2)</b> прекращаться, оканчиваться: Ἀτρείδαις οὐ προλείπει [[φόνος]] Eur. не прекращаются убийства в доме Атридов; εἴ τῳ προλίποι ἡ [[ῥώμη]] καὶ τὸ [[σῶμα]] Thuc. если у кого-л. истощились физические силы;<br /><b class="num">3)</b> слабеть ([[προλείπω]], λύεται δέ μου [[μέλη]] Eur.).
}}
}}