Anonymous

προσαρμόζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσαρμόζω:''' μεταγεν. Αττ. -όττω· μέλ. <i>-όσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ταιριάζω]], [[προσαρτώ]], εφάπτω προσεκτικά σε [[κάτι]], <i>τί τινι</i>, σε Ευρ.· <i>εἴς τι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[προσαρμόζω]], [[ταιριάζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. μόνο, [[προσαρμόζω]] τὴν χεῖρα, το [[εφαρμόζω]] στο [[χέρι]], σε Ξεν.· [[προσαρμόζω]] δῶρα, [[παρέχω]] [[κατάλληλα]] δώρα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., προσκολλώμαι σε κάποιον, [[συμφωνώ]] ή [[ταιριάζω]] με ένα [[πράγμα]], <i>τινί</i>, σε Πλάτ.· [[πρός]] τι, σε Ξεν.
|lsmtext='''προσαρμόζω:''' μεταγεν. Αττ. -όττω· μέλ. <i>-όσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ταιριάζω]], [[προσαρτώ]], εφάπτω προσεκτικά σε [[κάτι]], <i>τί τινι</i>, σε Ευρ.· <i>εἴς τι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[προσαρμόζω]], [[ταιριάζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. μόνο, [[προσαρμόζω]] τὴν χεῖρα, το [[εφαρμόζω]] στο [[χέρι]], σε Ξεν.· [[προσαρμόζω]] δῶρα, [[παρέχω]] [[κατάλληλα]] δώρα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., προσκολλώμαι σε κάποιον, [[συμφωνώ]] ή [[ταιριάζω]] με ένα [[πράγμα]], <i>τινί</i>, σε Πλάτ.· [[πρός]] τι, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''προσαρμόζω:''' атт. [[προσαρμόττω]]<br /><b class="num">1)</b> прилаживать, приделывать, приспособлять, прикреплять (δρέπανα περὶ τοῖς ἄξοσι Xen.; τὸ [[πηδάλιον]] τῷ πλοίῳ Arst.);<br /><b class="num">2)</b> подносить, прижимать, прикладывать ([[τέκνον]] μαστῷ Eur.): [[χέρας]] κώπῃ π. Eur. работать веслами, грести;<br /><b class="num">3)</b> прилагать, применять ([[ὄνομα]] πράγματι Plat.);<br /><b class="num">4)</b> соединяться, сочетаться ([[μικρῷ]] μορίῳ Arst.);<br /><b class="num">5)</b> приводить в соответствие, согласовывать: ἀντὶ δώρων δῶρα π. Soph. отвечать на дары достойными дарами; π. ῥυθμούς Plat. подбирать надлежащие ритмы;<br /><b class="num">6)</b> соответствовать, подходить (πρός τι Xen. и τινί Plat.).
}}
}}