Anonymous

προθύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προθύω:''' μέλ. <i>-θύσω</i> και <i>-θύσομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[θυσιάζω]] ή [[προσφέρω]] από [[πριν]], σε Πλάτ.· Μέσ., έχω θυσιάσει ή σφαγιάσει ένα [[πρόσωπο]] από [[πριν]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[θυσιάζω]] αντί ή στη [[θέση]] κάποιου άλλου, με γεν., σε Ευρ.· [[ὑπέρ]] τινος, στον ίδ.
|lsmtext='''προθύω:''' μέλ. <i>-θύσω</i> και <i>-θύσομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[θυσιάζω]] ή [[προσφέρω]] από [[πριν]], σε Πλάτ.· Μέσ., έχω θυσιάσει ή σφαγιάσει ένα [[πρόσωπο]] από [[πριν]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[θυσιάζω]] αντί ή στη [[θέση]] κάποιου άλλου, με γεν., σε Ευρ.· [[ὑπέρ]] τινος, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προθύω:''' (fut. προθύσω и προθύσομαι)<br /><b class="num">1)</b> ранее совершать жертвоприношение (med. ταῖς Μούσαις ἐν ταῖς μάχαις Plut.; τῇ Ἑστίᾳ πρώτῃ π. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> совершать жертвоприношение за (кого-л.) (τινός и [[ὑπέρ]] τινος Eur.);<br /><b class="num">3)</b> med. ранее приносить в жертву: π. τινα τοῦ πολέμου Luc. принести кого-л. в жертву перед началом войны.
}}
}}