προθύω
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
A fut. -θύσω E.Ion805, SIG548.11 (Delph., iii B.C.), Berl.Sitzb.1927.160 (Cyrene), -θύσομαι Ar.Th.38:—sacrifice or offer first, πρὸ πάντων θεῶν τῇ Ἑστίᾳ πρώτῃ Pl.Cra.401d; π. καὶ προμαντεύεσθαι Michel 995 D40 (Delph., iv B.C.); act as προθύτης, SIGl.c.: c. acc., τὴν θυγατέρα Plu.2.310d:—more freq. in Med., π. τῷ διὶ τὰ πέμματα take care that they are offered, CIG3599.24 (Assos); προεθύετο ταῖς Μούσαις ὁ βασιλεύς Plu.Lyc.21, cf. IG42(1).121.42 (Epid., iv B.C.), 2.1651: metaph., to have a person sacrificed or slaughtered before, J.BJ1.19.3, Luc. Tox.50, Charito 7.3, Hld.9.24.
II sacrifice for or in behalf of, παιδός E.Ion805; ὑπὲρ χθονὸς ἀρότου Id.Supp. 29. (Both senses in Ar.Th.38.)
German (Pape)
[Seite 724] (s. θύω), vorher od. vorläufig opfern; προθυσόμενος τῆς ποιήσεως Ar. Thesm. 38; πρὸ πάντων θεῶν τῇ Ἑστίᾳ πρώτῃ προθύειν Plat. Crat. 401 d; προεθύετο ταῖς Μούσαις Plut. Lycurg. 21; für Einen opfern, παιδὸς προθύσων ξένια καὶ γενέθλια Eur. Ion. 805; ὑπὲρ χθονός Suppl. 29.
French (Bailly abrégé)
sacrifier auparavant : τινί, à qqn.
Étymologie: πρό, θύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-θύω offeren voor, offeren ten behoeve van; met acc. en gen..; παιδὸς προθύσων ξένια om voor de jongen een vriendschapsoffer te brengen Eur. Ion 805; met ὑπέρ + gen.. τυγχάνω δ’ ὑπὲρ χθονὸς ἀρότου προθύουσ (α) ik ben nu net een offer aan het brengen voor het beploegen van het land Eur. Suppl. 29. eerst offeren, een vooroffer brengen (aan); meestal med., met dat..; προθύετο ταῖς Μούσαις ὁ βασιλεύς de koning bracht eerst een offer aan de Muzen Plut. Lyc. 21.7; met acc. en gen.. δέδια μὴ προθύσηται με τοῦ πολέμου ik vrees dat hij mij als vooroffer voor de oorlog gebruikt Luc. 57.50.
Russian (Dvoretsky)
προθύω: (fut. προθύσω и προθύσομαι)
1 ранее совершать жертвоприношение (med. ταῖς Μούσαις ἐν ταῖς μάχαις Plut.; τῇ Ἑστίᾳ πρώτῃ π. Plat.);
2 совершать жертвоприношение за (кого-л.) (τινός и ὑπέρ τινος Eur.);
3 med. ранее приносить в жертву: π. τινα τοῦ πολέμου Luc. принести кого-л. в жертву перед началом войны.
Greek Monolingual
Α
1. προσφέρω θυσία προηγουμένως
2. ενεργώ ως προθύτης
3. μτφ. σφάζω κάποιον προηγουμένως («δέδια μὴ προθύσηταί με τοῦ πολέμου χεῖρα οὐ μικρὰν ἤδη περιβελβημένος», Λουκιαν.)
4. θυσιάζω για χάρη κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + θύω «θυσιάζω»].
Greek Monotonic
προθύω: μέλ. -θύσω και -θύσομαι,
I. θυσιάζω ή προσφέρω από πριν, σε Πλάτ.· Μέσ., έχω θυσιάσει ή σφαγιάσει ένα πρόσωπο από πριν, σε Λουκ.
II. θυσιάζω αντί ή στη θέση κάποιου άλλου, με γεν., σε Ευρ.· ὑπέρ τινος, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
προθύω: μέλλ. -θύσω, Εὐρ. Ἴων 805, -θύσομαι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 38· -θύω ἢ προσφέρω πρότερον, πρὸ πάντων τῶν θεῶν τῇ Ἑστίᾳ πρώτῃ Πλατ. Κρατ. 401D· τινὰ ταῖς Μούσαις Πλουτ. Λυκοῦργ. 21· ― Μέσ., πρ. τῷ Διὶ τὰ πέμματα Συλλ. Ἐπιγρ. 3599· 24· καὶ μεταφορ., θυσιάζω, σφάζω τινὰ πρότερον, Λουκ. Τόξ. 50, Ἡλιόδ. 9. 24. ΙΙ. θύω ὑπέρ τινος, παιδὸς προθύσων ξένια καὶ γενέθλια Εὐρ. Ἴων 805· ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 29· ― ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 38, ἀμφότεραι αἱ σημασίαι φαίνονται συνημμέναι.
Middle Liddell
fut. -θύσω -θύσομαι
I. to sacrifice or offer before, Plat.:—Mid. to have a person sacrificed or slaughtered before, Luc.
II. to sacrifice for or in behalf of another, c. gen., Eur.; ὑπέρ τινος Eur.