Anonymous

πρόκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόκειμαι:''' Ιων. απαρ. -[[κέεσθαι]], μέλ. <i>-κείσομαι</i>· χρησιμ. ως Παθ. του [[προτίθημι]],<br /><b class="num">I. 1.</b> βρίσκομαι [[μπροστά]] από κάποιον, λέγεται για [[δείπνο]], σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κείμαι]] εκτεθειμένος, λέγεται για [[παιδί]], σε Ηρόδ.· βρίσκομαι [[νεκρός]], σε Αισχύλ., Σοφ.· <i>ὁ προκείμενος</i>, το [[πτώμα]] που κείτεται έτοιμο για [[ταφή]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> είμαι εκτεθειμένος ενώπιον όλων, είμαι προς [[διεκδίκηση]] από όλους ως [[βραβείο]] ενός αγώνα, σε Ησίοδ.· μεταφ., τίθεμαι ενώπιον όλων, [[προτίθεμαι]], προβάλλομαι, Λατ. in [[medio]] poni, γνῶμαι [[τρεῖς]] προεκέατο, [[τρεις]] γνώμες είχαν προταθεί, είχαν προβληθεί, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για μόχθους, αγώνες, [[πόνος]] τε καὶ ἀγὼν πρόκειται, σε Πλάτ.· με μτχ., [[ἄεθλος]] προκείμενος, το [[έργο]] που προτάθηκε, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>τὰ προκείμενα</i>, αντίθ. προς τα <i>μέλλοντα</i>, σε Σοφ.· τὸ [[προκείμενον]] [[πρῆγμα]], [[υπόθεση]] που βρίσκεται στα χέρια μας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[κείμαι]] εκ των προτέρων, είμαι ορισμένος από [[πριν]], <i>αἱ προκείμεναι ἡμέραι</i>, οι ορισμένες μέρες, στον ίδ.· ομοίως, ἐνιαυτοὶ πρόκεινται ἐς [[ὀγδώκοντα]], είναι ορισμένοι, καθορισμένοι, στον ίδ.· ομοίως, λέγεται για νόμους, <i>νόμοι οἱ προκείμενοι</i>, σε Σοφ.· λέγεται για ποινές, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> βρίσκομαι [[μπροστά]] από, [[κείμαι]] ενώπιον, με γεν., [[Αἴγυπτος]] προκειμένη τῆς ἐχομένης γῆς, σε Ηρόδ.· <i>τὰ προκείμενα τῆς χώρας ὄρη</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> [[προηγούμαι]], [[γράμμα]] πρόκειται, αρχικό [[γράμμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πρόκειμαι:''' Ιων. απαρ. -[[κέεσθαι]], μέλ. <i>-κείσομαι</i>· χρησιμ. ως Παθ. του [[προτίθημι]],<br /><b class="num">I. 1.</b> βρίσκομαι [[μπροστά]] από κάποιον, λέγεται για [[δείπνο]], σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κείμαι]] εκτεθειμένος, λέγεται για [[παιδί]], σε Ηρόδ.· βρίσκομαι [[νεκρός]], σε Αισχύλ., Σοφ.· <i>ὁ προκείμενος</i>, το [[πτώμα]] που κείτεται έτοιμο για [[ταφή]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> είμαι εκτεθειμένος ενώπιον όλων, είμαι προς [[διεκδίκηση]] από όλους ως [[βραβείο]] ενός αγώνα, σε Ησίοδ.· μεταφ., τίθεμαι ενώπιον όλων, [[προτίθεμαι]], προβάλλομαι, Λατ. in [[medio]] poni, γνῶμαι [[τρεῖς]] προεκέατο, [[τρεις]] γνώμες είχαν προταθεί, είχαν προβληθεί, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για μόχθους, αγώνες, [[πόνος]] τε καὶ ἀγὼν πρόκειται, σε Πλάτ.· με μτχ., [[ἄεθλος]] προκείμενος, το [[έργο]] που προτάθηκε, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>τὰ προκείμενα</i>, αντίθ. προς τα <i>μέλλοντα</i>, σε Σοφ.· τὸ [[προκείμενον]] [[πρῆγμα]], [[υπόθεση]] που βρίσκεται στα χέρια μας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[κείμαι]] εκ των προτέρων, είμαι ορισμένος από [[πριν]], <i>αἱ προκείμεναι ἡμέραι</i>, οι ορισμένες μέρες, στον ίδ.· ομοίως, ἐνιαυτοὶ πρόκεινται ἐς [[ὀγδώκοντα]], είναι ορισμένοι, καθορισμένοι, στον ίδ.· ομοίως, λέγεται για νόμους, <i>νόμοι οἱ προκείμενοι</i>, σε Σοφ.· λέγεται για ποινές, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> βρίσκομαι [[μπροστά]] από, [[κείμαι]] ενώπιον, με γεν., [[Αἴγυπτος]] προκειμένη τῆς ἐχομένης γῆς, σε Ηρόδ.· <i>τὰ προκείμενα τῆς χώρας ὄρη</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> [[προηγούμαι]], [[γράμμα]] πρόκειται, αρχικό [[γράμμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόκειμαι:''' <b class="num">1)</b> лежать впереди ([[παιδίον]] [[προκείμενον]] Her.): ὁ προκείμενος Soph., Arph. лежащий (без погребения) мертвец, непогребенное тело; οὐδ᾽ ἔστιν ἄθλου [[τέρμα]] σοι [[προκείμενον]]; Aesch. разве нет впереди конца твоей (тяжелой) борьбе?; πρόκεινται [[δεῖγμα]] NT они служат примером;<br /><b class="num">2)</b> быть расположенным впереди, выступать вперед, выдаваться (οἱ προκείμενοι τῶν στοῶν πύργοι Polyb.): π. ἐς θάλασσαν Her. и ἐν τῇ θαλάττῃ Xen. вдаваться в море; π. τῆς ἐχομένης γῆς Her. выступать (в море) дальше смежной земли; τὸ [[γράμμα]] [[προκείμενον]] Anth. начальная буква, инициал;<br /><b class="num">3)</b> быть предложенным или поданным ([[ὀνείατα]] προκείμενα Hom.): π. ἐν μέσῳ Luc. находиться в середине;<br /><b class="num">4)</b> быть выдвинутым, быть (уже) высказанным (γνῶμαι [[τρεῖς]] προεκέατο Her.);<br /><b class="num">5)</b> (о наградах в состязаниях) быть выставленным, быть назначенным (προκείμενα ἆθλα Plat., Plut.);<br /><b class="num">6)</b> предстоять (σοὶ καὶ ἐμοὶ ὁ [[λόγος]] πρόκειται Plat.; ἡ [[νῦν]] [[ἡμῖν]] προκειμένη [[σκέψις]] Arst.): ποιέειν ἢ [[παθέειν]] προκέεται [[ἀγών]] Her. речь идет о том (досл. предстоит борьба за то), действовать ли самим или подвергнуться насилию; τὸ [[προκείμενον]] (ἐν τῷ λόγῳ) Plat. подлежащий обсуждению вопрос;<br /><b class="num">7)</b> быть в наличии (ἡ προκειμένη [[ἐλπίς]] NT): μέλλοντα [[ταῦτα]] τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν Soph. это - дела будущие; надо что-то предпринять относительно настоящего;<br /><b class="num">8)</b> быть установленным (νόμοι προκείμενοι Soph.): τὰς προκειμένας ἡμέρας Her. на установленное (определенное) число дней; τὰ προκείμενα σημήϊα Her. установленные знаки, т. е. особые приметы; πρόκειται [[φόνος]] Soph. или θανάτου [[ζημία]] Her. установлена (грозит) смертная казнь;<br /><b class="num">9)</b> лог. предшествовать, быть предпосланным: πρόκειται τοῦ λόγου τὸ τί ἐστιν Arst. (в определении) на первом месте находится сущность определяемого.
}}
}}