Anonymous

προσαγνοέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6_4)
(4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσαγνοέω''': ἀγνοῶ [[προσέτι]], [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., μεῖζον ἕτερον [[ἀγνόημα]] προσηγνόουν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 9.
|lstext='''προσαγνοέω''': ἀγνοῶ [[προσέτι]], [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., μεῖζον ἕτερον [[ἀγνόημα]] προσηγνόουν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 9.
}}
{{elru
|elrutext='''προσαγνοέω:''' досл. по-прежнему не знать, перен. впадать в новые заблуждения (διὰ ταύτην τὴν ἄγνοιαν τοσοῦτον προσηγνόησαν Arst.).
}}
}}