προσαγνοέω
From LSJ
English (LSJ)
to be ignorant besides, c. acc. cogn., ἕτερον ἀγνόημα Thphr. HP 9.4.8, cf. Arist.Ph.191b11.
German (Pape)
[Seite 747] (s. ἀγνοέω), außerdem nicht wissen; Arist. phys. 1, 8; Theophr. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσαγνοέω: ἀγνοῶ προσέτι, μετὰ συστοίχ. αἰτ., μεῖζον ἕτερον ἀγνόημα προσηγνόουν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 9.
Russian (Dvoretsky)
προσαγνοέω: досл. по-прежнему не знать, перен. впадать в новые заблуждения (διὰ ταύτην τὴν ἄγνοιαν τοσοῦτον προσηγνόησαν Arst.).