Anonymous

προσμηχανάομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσμηχᾰνάομαι:'''<b class="num">I.</b> Παθ., προσάπτομαι ευφυώς σε ή πάνω σε, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[επινοώ]] ή [[βρίσκω]] για τον εαυτό μου, <i>αὐτοῖς ἀσφάλειαν</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''προσμηχᾰνάομαι:'''<b class="num">I.</b> Παθ., προσάπτομαι ευφυώς σε ή πάνω σε, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[επινοώ]] ή [[βρίσκω]] για τον εαυτό μου, <i>αὐτοῖς ἀσφάλειαν</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσμηχᾰνάομαι:''' <b class="num">1)</b> быть приделанным, быть укрепленным (προσμεμηχανημένος γόμφοις Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> устраивать, обеспечивать (ἀσφάλειάν τινι Plat.).
}}
}}