Anonymous

προσαλίσκομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(34)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />καταδικάζομαι επί [[πλέον]] σε [[δίκη]] («νῡν δ' ὑπ' ἀνδρῶν πονηρῶν [[σφόδρα]] διωκόμεθα, κἆτα προσαλισκόμεθα», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἁλίσκομαι]] (ως αττ. δικαν. όρος) «κηρύσσομαι [[ένοχος]], καταδικάζομαι»].
|mltxt=Α<br />καταδικάζομαι επί [[πλέον]] σε [[δίκη]] («νῡν δ' ὑπ' ἀνδρῶν πονηρῶν [[σφόδρα]] διωκόμεθα, κἆτα προσαλισκόμεθα», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἁλίσκομαι]] (ως αττ. δικαν. όρος) «κηρύσσομαι [[ένοχος]], καταδικάζομαι»].
}}
{{elru
|elrutext='''προσᾰλίσκομαι:''' v. l. πρὸς [[ἁλίσκομαι]] быть (при этом) пойманным, схваченным Arph., Plut.
}}
}}