Anonymous

προσορέγομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσορέγομαι:''' Μέσ., εκτείνομαι προς τα [[εμπρός]], [[λαχταρώ]], <i>τινί</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προσορέγομαι:''' Μέσ., εκτείνομαι προς τα [[εμπρός]], [[λαχταρώ]], <i>τινί</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσορέγομαι:''' простирать (с мольбой) руки, настойчиво просить (τινι Her.).
}}
}}