Anonymous

πρωτόπλοος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρωτόπλοος:''' -ον, Αττ. συνηρ. -[[πλους]], -ουν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πλέει στη [[θάλασσα]] για πρώτη [[φορά]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· πρ. [[πλάτα]], τα [[πρώτα]] [[κουπιά]] που έχουν χρησιμοποιηθεί (στο [[πλοίο]] Αργώ), σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που πλέει [[πρώτος]] ή είναι επικεφαλής, σε Ξεν.
|lsmtext='''πρωτόπλοος:''' -ον, Αττ. συνηρ. -[[πλους]], -ουν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πλέει στη [[θάλασσα]] για πρώτη [[φορά]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· πρ. [[πλάτα]], τα [[πρώτα]] [[κουπιά]] που έχουν χρησιμοποιηθεί (στο [[πλοίο]] Αργώ), σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που πλέει [[πρώτος]] ή είναι επικεφαλής, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''πρωτόπλοος:''' стяж. [[πρωτόπλους]] 2<br /><b class="num">1)</b> впервые плывущий ([[νηῦς]] Hom.; [[πλάτα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> перен. впервые окунувшийся в волны любви (sc. [[παρθένος]] Plat. ap. Diog. L.);<br /><b class="num">3)</b> плывущий впереди, передний (sc. τριήρεις Xen.).
}}
}}