πρωτόπλοος

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόπλοος Medium diacritics: πρωτόπλοος Low diacritics: πρωτόπλοος Capitals: ΠΡΩΤΟΠΛΟΟΣ
Transliteration A: prōtóploos Transliteration B: prōtoploos Transliteration C: protoploos Beta Code: prwto/ploos

English (LSJ)

πρωτόπλοον, Att. contr. πρωτόπλους, ουν,
A going to sea for the first time, νηῦς Od.8.35, cf. E.Hel.1531; π. πλάτα the first-plied oar (of the ship Argo), Id.Andr. 865 (lyr.), cf. S.E.M.9.32: metaph., π. νεότης just embarking on the sea of love, Pl.Epigr.30 (v.l. πρωτοπόρος).
II sailing first or foremost, X.HG5.1.27: pr.n. of Athenian warship, H.E.K. Schmidt Die Namen der attischen Kriegsschiffe 7 (v B.C.).

German (Pape)

[Seite 805] att. zsgzn πρωτόπλους, zuerst od. zum ersten Male schiffend; ναῦς, Od. 8, 35; πλάτα, Eur. Andr. 866; Xen. Hell 5, 1, 27; σκάφος heißt die Argo, S. Emp. adv. phys. 1, 32; übertr., παρθένος, ein Mädchen, das sich gewissermaßen zuerst auf das Meer der Liebe wagt, Plat. ep. 6, 4, bei D. L. 3, 31; s. πρωτοβόλος u. πρωτοπόρος.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
1 qui navigue (sur mer) pour la première fois;
2 qui navigue le premier ou en avant.
Étymologie: πρῶτος, πλέω.

Russian (Dvoretsky)

πρωτόπλοος: стяж. πρωτόπλους 2
1 впервые плывущий (νηῦς Hom.; πλάτα Eur.);
2 перен. впервые окунувшийся в волны любви (sc. παρθένος Plat. ap. Diog. L.);
3 плывущий впереди, передний (sc. τριήρεις Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόπλοος: -ον, Ἀττ. συνῃρ. -πλους, ουν· ‒ ὁ διὰ πρώτην φορὰν διαπλέων τὴν θάλασσαν, νηῦς Ὀδ. Θ. 35, Εὐρ. Ἑλ. 1531· πρ. πλάτα, ἡ κατὰ πρῶτον χειρισθεῖσα κώπη (ἐπὶ τοῦ πλοίου Ἀργοῦς), Εὐρ. Ἀνδρ. 865, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 32· ‒ μεταφ., πρ. παρθένος, κόρη νῦν πρῶτον ἀρχομένη νὰ πλέῃ ἐπὶ τῆς θαλάσσης τοῦ ἔρωτος, Πλάτ. Ἐπιγρ. 6. 4 (παρὰ τῷ Διογ. Λ. 3. 31), πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 62 (ἐν τῷ μετώπῳ, περιθωρίῳ)· ἀλλὰ παρ᾿ Ἀθην. 589D, πρωτοπόρος. ΙΙ. ὁ πλέων πρὸ τῶν ἄλλων, ὁ προπλέων, πρόπλους, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 27.

Greek Monotonic

πρωτόπλοος: -ον, Αττ. συνηρ. -πλους, -ουν,
I. αυτός που πλέει στη θάλασσα για πρώτη φορά, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· πρ. πλάτα, τα πρώτα κουπιά που έχουν χρησιμοποιηθεί (στο πλοίο Αργώ), σε Ευρ.
II. αυτός που πλέει πρώτος ή είναι επικεφαλής, σε Ξεν.