3,277,121
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσπτύσσω:'''<b class="num">Α.</b> μέλ. <i>-ξω</i>, [[εναγκαλίζομαι]], σε Ευρ. <b>Β. I.</b> [[κυρίως]] ως αποθ., <i>προσ-πτύσσομαι</i>, Δωρ. <i>ποτι-πτ-</i>· μέλ. <i>-πτύξομαι</i>, παρακ. <i>προσ-έπτυγμαι</i> · λέγεται για [[ένδυμα]], διπλώνομαι, πτυχώνομαι γύρω από, [[αγκαλιάζω]], προσπτύσσετο πλευραῖσιν [[χιτών]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα:<br /><b class="num">1.</b> [[αγκαλιάζω]] τον κόρφο κάποιου, [[σφιχταγκαλιάζω]], περιπτύσσομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· [[στόμα]] γε σὸν προσπτύξομαι, θα το πιέσω στα χείλη μου, σε Ευρ. — Παθ. με δοτ., συμπτύσσομαι κοντά σε, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ασπάζομαι]], [[χαιρετώ]] ένθερμα, [[καλωσορίζω]], σε Ομήρ. Οδ.· με [[διπλή]] αιτ., [[προσπτύσσω]] τινά τι, [[απευθύνω]] φιλικό χαιρετισμό σε κάποιον, στο ίδ.· <i>προσπτύσσεσθαι μύθῳ</i>, [[ικετεύω]] ένθερμα, ζητώ επίμονα, στο ίδ.· <i>θεῶνδαῖτας προσπτύσσεσθαι</i>, [[καλωσορίζω]], [[χαιρετίζω]] τις γιορτές των θεών, σε Πίνδ. | |lsmtext='''προσπτύσσω:'''<b class="num">Α.</b> μέλ. <i>-ξω</i>, [[εναγκαλίζομαι]], σε Ευρ. <b>Β. I.</b> [[κυρίως]] ως αποθ., <i>προσ-πτύσσομαι</i>, Δωρ. <i>ποτι-πτ-</i>· μέλ. <i>-πτύξομαι</i>, παρακ. <i>προσ-έπτυγμαι</i> · λέγεται για [[ένδυμα]], διπλώνομαι, πτυχώνομαι γύρω από, [[αγκαλιάζω]], προσπτύσσετο πλευραῖσιν [[χιτών]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα:<br /><b class="num">1.</b> [[αγκαλιάζω]] τον κόρφο κάποιου, [[σφιχταγκαλιάζω]], περιπτύσσομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· [[στόμα]] γε σὸν προσπτύξομαι, θα το πιέσω στα χείλη μου, σε Ευρ. — Παθ. με δοτ., συμπτύσσομαι κοντά σε, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ασπάζομαι]], [[χαιρετώ]] ένθερμα, [[καλωσορίζω]], σε Ομήρ. Οδ.· με [[διπλή]] αιτ., [[προσπτύσσω]] τινά τι, [[απευθύνω]] φιλικό χαιρετισμό σε κάποιον, στο ίδ.· <i>προσπτύσσεσθαι μύθῳ</i>, [[ικετεύω]] ένθερμα, ζητώ επίμονα, στο ίδ.· <i>θεῶνδαῖτας προσπτύσσεσθαι</i>, [[καλωσορίζω]], [[χαιρετίζω]] τις γιορτές των θεών, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσπτύσσω:''' преимущ. med. [[προσπτύσσομαι]], эп.-дор. тж. [[ποτιπτύσσομαι]] (эп. aor. προσπτυξάμην; conjct. προσπτύξωμαι - эп. προσπτύξομαι; pf. προσέπτυγμαι)<br /><b class="num">1)</b> med. прилегать, прильнуть (τινι Soph.): π. [[στόμα]] и στόματός τινος Eur. поцеловать кого-л.; προσπτύσσεται πλευραῖσιν χιτῶν Soph. одежда прилипла к бокам (Геракла);<br /><b class="num">2)</b> обнимать (Παλλάδος [[βρέτας]], [[σῶμα]] π. Eur.; med. πατέρα Hom., Eur.);<br /><b class="num">3)</b> med. подходить (с просьбой): ποτιπτύσσεσθαί τινα Hom. молить кого-л.;<br /><b class="num">4)</b> med. подходить с приветствием, приветствовать (τινα Hom.): π. τινα ἔπεϊ HH обращаться к кому-л. с ласковым словом; [[θεῶν]] δαῖτας π. Pind. справлять пиры в честь богов. | |||
}} | }} |