Anonymous

προτεραῖος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προτεραῖος:''' -α, -ον ([[πρότερος]]), αυτός που αναφέρεται στην προηγούμενη [[μέρα]], <i>τῇπροτεραίᾳ ἡμέρᾳ</i>, σε Πλάτ.· με γεν., <i>τῇ προτεραίᾳ ἡμέρᾳ τῆς μάχης</i>, σε Θουκ.· συχνότερα μόνο του, <i>τῇ προτεραίᾳ</i> (εξυπακ. <i>ἡμέρᾳ</i>), Λατ. [[pridie]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''προτεραῖος:''' -α, -ον ([[πρότερος]]), αυτός που αναφέρεται στην προηγούμενη [[μέρα]], <i>τῇπροτεραίᾳ ἡμέρᾳ</i>, σε Πλάτ.· με γεν., <i>τῇ προτεραίᾳ ἡμέρᾳ τῆς μάχης</i>, σε Θουκ.· συχνότερα μόνο του, <i>τῇ προτεραίᾳ</i> (εξυπακ. <i>ἡμέρᾳ</i>), Λατ. [[pridie]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''προτεραῖος:''' (compar. [[προτεραίτερος]]) предшествующий, предыдущий: τῇ προτεραίᾳ (sc. ἡμέρᾳ) Her., Plat. днем раньше, накануне; τῇ προτεραίᾳ ἢ - v. l. ᾗ - ἀνήγετο Lys. накануне своего отъезда; τῆ προτεραίᾳ [[ὅτε]] ταῦτ᾽ ἔλεγε Dem. за день до того, как он это сказал; ἐκ τῆς προτεραίας Plat. со вчерашнего дня.
}}
}}