Anonymous

πυκνά: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πυκνά:''' ουδ. που χρησιμ. ως επίρρ., βλ. [[πυκνός]] Β. II.
|lsmtext='''πυκνά:''' ουδ. που χρησιμ. ως επίρρ., βλ. [[πυκνός]] Β. II.
}}
{{elru
|elrutext='''πυκνά:''' adv. часто, поминутно (ἀποβλέπειν Plat.; μεταστρέφεσθαι Xen.).
}}
}}