Anonymous

πρόσφορος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόσφορος:''' Δωρ. [[ποτί]]-, -ον ([[προσφέρω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], [[επωφελής]], σε Ηρόδ., Σοφ.· απόλ., <i>ἔχοντας τὰ πρόσφορα</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατάλληλος]], αρμόζων, [[άξιος]], σε Πίνδ.· με δοτ., στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.· με απαρ., οὐ πρόσφορον [[μολεῖν]], δεν είναι [[πρέπον]] ή ταιριαστό να πάω, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> <i>πρόσφορον</i>, <i>τό</i>, αυτό που είναι ταιριαστό ή κατάλληλο, σε Αριστοφ.· <i>πρόσφορα</i>, <i>τά</i>, οι κατάλληλες περιποιήσεις, σε Αισχύλ.· <i>τὰ πρόσφορα</i>, όλα τα πρέποντα ή τα οφειλόμενα πράγματα (για τους νεκρούς), σε Ευρ.· <i>τὰ πρόσφορα</i>, ως επίρρ., καταλλήλως, στον ίδ.
|lsmtext='''πρόσφορος:''' Δωρ. [[ποτί]]-, -ον ([[προσφέρω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], [[επωφελής]], σε Ηρόδ., Σοφ.· απόλ., <i>ἔχοντας τὰ πρόσφορα</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατάλληλος]], αρμόζων, [[άξιος]], σε Πίνδ.· με δοτ., στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.· με απαρ., οὐ πρόσφορον [[μολεῖν]], δεν είναι [[πρέπον]] ή ταιριαστό να πάω, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> <i>πρόσφορον</i>, <i>τό</i>, αυτό που είναι ταιριαστό ή κατάλληλο, σε Αριστοφ.· <i>πρόσφορα</i>, <i>τά</i>, οι κατάλληλες περιποιήσεις, σε Αισχύλ.· <i>τὰ πρόσφορα</i>, όλα τα πρέποντα ή τα οφειλόμενα πράγματα (για τους νεκρούς), σε Ευρ.· <i>τὰ πρόσφορα</i>, ως επίρρ., καταλλήλως, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσφορος:''' дор. [[ποτίφορος]] 2<br /><b class="num">1)</b> полезный, (при)годный, подходящий ([[μισθός]] Pind.; [[ἔπος]] Soph.; τινι Arph.): οὐ γὰρ δόμοισι τοῖσδε πρόσφοροι [[μολεῖν]] Aesch. не годится идти в этот храм;<br /><b class="num">2)</b> сходный, похожий (τινι Eur.).
}}
}}