Anonymous

ῥᾳστώνη: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥᾳστώνη:''' Ιων. [[ῥῃστώνη]], ἡ ([[ῥᾷστος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ευχέρεια]] ή [[ευκολία]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, σε Πλάτ.· [[ῥᾳστώνη]] ή [[μετὰ]] ῥᾳστώνης, με [[ευκολία]], εύκολα, με [[ελαφρότητα]], με [[ευχέρεια]], στον ίδ.· <i>ῥᾳστώνην φυγῆς παρέχειν</i>, [[παρέχω]] εύκολο τρόπο διαφυγής, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[πραότητα]], ήρεμη [[φύση]], [[ευμενής]] [[διάθεση]], [[ηπιότητα]], Λατ. [[facilitas]]· <i>τινός</i>, σε ή προς κάποιον, <i>ἐκ ῥῃστώνης τῆς Δημοκήδεος</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> [[ανακούφιση]] ή [[ανάρρωση]] από [[ασθένεια]] ή πόνο· [[ῥᾳστώνη]] τῆς πόσεως, [[ανάνηψη]] από τις συνέπειες της οινοποσίας, της μέθης, σε Πλάτ.· απόλ., [[ανάπαυση]], [[ανάπαυλα]], [[χουζούρι]], [[ξεκούραση]], [[ησυχία]], στον ίδ.· <i>διὰ ῥᾳστώνην</i>, [[χάριν]] ανάπαυσης, ξεκούρασης, με σκοπό την [[ανάπαυλα]], σε Ξεν.· επίσης, [[ανάπαυση]] με [[πολυτέλεια]], [[νωθρότητα]], [[ραθυμία]], [[οκνηρία]], [[αδιαφορία]], [[αμέλεια]], σε Θουκ., Δημ.
|lsmtext='''ῥᾳστώνη:''' Ιων. [[ῥῃστώνη]], ἡ ([[ῥᾷστος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ευχέρεια]] ή [[ευκολία]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, σε Πλάτ.· [[ῥᾳστώνη]] ή [[μετὰ]] ῥᾳστώνης, με [[ευκολία]], εύκολα, με [[ελαφρότητα]], με [[ευχέρεια]], στον ίδ.· <i>ῥᾳστώνην φυγῆς παρέχειν</i>, [[παρέχω]] εύκολο τρόπο διαφυγής, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[πραότητα]], ήρεμη [[φύση]], [[ευμενής]] [[διάθεση]], [[ηπιότητα]], Λατ. [[facilitas]]· <i>τινός</i>, σε ή προς κάποιον, <i>ἐκ ῥῃστώνης τῆς Δημοκήδεος</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> [[ανακούφιση]] ή [[ανάρρωση]] από [[ασθένεια]] ή πόνο· [[ῥᾳστώνη]] τῆς πόσεως, [[ανάνηψη]] από τις συνέπειες της οινοποσίας, της μέθης, σε Πλάτ.· απόλ., [[ανάπαυση]], [[ανάπαυλα]], [[χουζούρι]], [[ξεκούραση]], [[ησυχία]], στον ίδ.· <i>διὰ ῥᾳστώνην</i>, [[χάριν]] ανάπαυσης, ξεκούρασης, με σκοπό την [[ανάπαυλα]], σε Ξεν.· επίσης, [[ανάπαυση]] με [[πολυτέλεια]], [[νωθρότητα]], [[ραθυμία]], [[οκνηρία]], [[αδιαφορία]], [[αμέλεια]], σε Θουκ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥᾳστώνη:''' ион. [[ῥῃστώνη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> легкость, нетрудность: [[ῥᾳστώνῃ]] и [[μετὰ]] ῥᾳστώνης Plut. с легкостью, без труда; πολλὴ ῥ. γίγνεται μηδὲν ἐλαττοῦσθαί τινος Plat. оказывается, что весьма легко не уступать кому-л.;<br /><b class="num">2)</b> легкий способ, удобное средство (τινὶ ῥᾳστώνην φυγῇς παρέχειν Plut.): πρὸς τὰς ῥᾳστώνας Arst. в целях удобства;<br /><b class="num">3)</b> расположение, любезность: ἐκ τῆς ῥῃστώνης τινός Her. из расположения к кому-л.;<br /><b class="num">4)</b> снисхождение (ῥᾳστώνην τινὶ [[διδόναι]] Dem.);<br /><b class="num">5)</b> облегчение, отдохновение, передышка (ἐκ τῶν πόνων Plat.): ῥ. τῆς πόσεως Plat. передышка в попойке;<br /><b class="num">6)</b> беззаботность, беспечность, нерадение (ῥ. καὶ [[ῥᾳθυμία]] Dem.);<br /><b class="num">7)</b> pl. спокойствие, покой: ἐν ταῖς ἀπεριστάτοις ῥᾳστώναις Polyb. в условиях полного спокойствия.
}}
}}