Anonymous

σεμνός: Difference between revisions

From LSJ
1,158 bytes added ,  1 January 2019
4
(6)
(4)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σεμνός:''' -ή, -όν ([[σέβομαι]]), [[σεβάσμιος]], [[αξιοσέβαστος]], [[ιεροπρεπής]], [[άγιος]], αυτός που προκαλεί [[δέος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> κανονικά λέγεται για συγκεκριμένους θεούς· στην Αθήνα λέγεται [[ιδίως]] για τις Ερινύες, <i>σεμναὶ θεαί</i> ή <i>Σεμναί</i>, σε Τραγ.· <i>σεμνὰ [[τέλη]]</i>, οι ιερές τελετουργίες τους, στους ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ακολούθως, λέγεται για τα [[θεία]] πράγματα, σε Ομηρ. Ύμν., Τραγ.· σεμνὸς [[βίος]], η [[ζωή]] που είναι αφιερωμένη στη [[λατρεία]] των θεών, σε Ευρ.· <i>σεμνὰ φθέγγεσθαι = εὔφημα</i>, σε Αισχύλ.· τὸ [[σεμνόν]], [[αγιότητα]], [[ιερότητα]], σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[σεβάσμιος]], [[αξιοσέβαστος]], [[σπουδαίος]], [[αρχοντικός]], [[μεγαλοπρεπής]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· οὐδὲν [[σεμνόν]], [[τίποτε]] το ιδιαίτερα αξιοθαύμαστο, σε Αριστ.· [[σεμνόν]] ἐστι, με απαρ., είναι [[κάτι]] το ευγενές, το εξαίρετο να..., σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[αλαζόνας]], [[υπεροπτικός]], σε Τραγ.· με [[περιφρόνηση]] ή [[ειρωνεία]], [[σοβαροφανής]], [[πομπώδης]], [[μεγαλομανής]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>σεμνὸν βλέπειν</i>, [[φαίνομαι]] [[σοβαρός]] και [[σεμνοπρεπής]], σε Ευρ.· ὡςσεμνὸς [[οὑπίτριπτος]], πόσο τεράστια [[αθλιότητα]]! σε Αριστοφ.· ὡς σεμνὸς ὁ [[κατάρατος]], στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> επίρρ. <i>-νῶς</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· συγκρ. <i>-ότερον</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''σεμνός:''' -ή, -όν ([[σέβομαι]]), [[σεβάσμιος]], [[αξιοσέβαστος]], [[ιεροπρεπής]], [[άγιος]], αυτός που προκαλεί [[δέος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> κανονικά λέγεται για συγκεκριμένους θεούς· στην Αθήνα λέγεται [[ιδίως]] για τις Ερινύες, <i>σεμναὶ θεαί</i> ή <i>Σεμναί</i>, σε Τραγ.· <i>σεμνὰ [[τέλη]]</i>, οι ιερές τελετουργίες τους, στους ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ακολούθως, λέγεται για τα [[θεία]] πράγματα, σε Ομηρ. Ύμν., Τραγ.· σεμνὸς [[βίος]], η [[ζωή]] που είναι αφιερωμένη στη [[λατρεία]] των θεών, σε Ευρ.· <i>σεμνὰ φθέγγεσθαι = εὔφημα</i>, σε Αισχύλ.· τὸ [[σεμνόν]], [[αγιότητα]], [[ιερότητα]], σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[σεβάσμιος]], [[αξιοσέβαστος]], [[σπουδαίος]], [[αρχοντικός]], [[μεγαλοπρεπής]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· οὐδὲν [[σεμνόν]], [[τίποτε]] το ιδιαίτερα αξιοθαύμαστο, σε Αριστ.· [[σεμνόν]] ἐστι, με απαρ., είναι [[κάτι]] το ευγενές, το εξαίρετο να..., σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[αλαζόνας]], [[υπεροπτικός]], σε Τραγ.· με [[περιφρόνηση]] ή [[ειρωνεία]], [[σοβαροφανής]], [[πομπώδης]], [[μεγαλομανής]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>σεμνὸν βλέπειν</i>, [[φαίνομαι]] [[σοβαρός]] και [[σεμνοπρεπής]], σε Ευρ.· ὡςσεμνὸς [[οὑπίτριπτος]], πόσο τεράστια [[αθλιότητα]]! σε Αριστοφ.· ὡς σεμνὸς ὁ [[κατάρατος]], στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> επίρρ. <i>-νῶς</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· συγκρ. <i>-ότερον</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''σεμνός:''' <b class="num">1)</b> окруженный почитанием, свято чтимый, священный ([[Ἀπόλλων]] Aesch.; τὸ [[ὄνομα]] Soph.): σεμναὶ (θεαί) Aesch., Eur., Arph., Thuc. = Ἐρινύες;<br /><b class="num">2)</b> посвященный богам, святой ([[δόμος]] Pind.; ἔργα Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> возвышенный, высокий, важный, величавый (πράγματα Arph.; λόγοι Arst.): οἱ σεμνότατοι ἐν ταῖς πόλεσιν Plat. наиболее высокопоставленные граждане; ἐν θρόνῳ σεμνῷ σεμνὸν θωκέειν Her. важно восседать на важном седалище;<br /><b class="num">4)</b> великолепный, торжественный, пышный (ἱμάτια Arph.; [[ταφή]] Xen.);<br /><b class="num">5)</b> важничающий, гордый, надменный, высокомерный (ἔπη Soph.);<br /><b class="num">6)</b> благочестивый NT - см. тж. [[σεμνόν]].
}}
}}