3,271,449
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σόλοικος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που κάνει συντακτικά σφάλματα όταν μιλάει, που χρησιμοποιεί επαρχιωτικούς ιδιωματισμούς, [[αγροίκος]], [[άξεστος]], [[χωριάτης]], σε Ανακρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., αυτός που κάνει λάθη ως προς τους καλούς τρόπους, [[αγροίκος]], [[αδέξιος]], σε Ξεν., Αριστ. (Λέγεται ότι προήλθε από την [[παραφθορά]] της Αττικής διαλέκτου από τους Αθηναίους αποίκους της πόλης <i>Σόλλοι</i> στην [[Κιλικία]]). | |lsmtext='''σόλοικος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που κάνει συντακτικά σφάλματα όταν μιλάει, που χρησιμοποιεί επαρχιωτικούς ιδιωματισμούς, [[αγροίκος]], [[άξεστος]], [[χωριάτης]], σε Ανακρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., αυτός που κάνει λάθη ως προς τους καλούς τρόπους, [[αγροίκος]], [[αδέξιος]], σε Ξεν., Αριστ. (Λέγεται ότι προήλθε από την [[παραφθορά]] της Αττικής διαλέκτου από τους Αθηναίους αποίκους της πόλης <i>Σόλλοι</i> στην [[Κιλικία]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σόλοικος:''' <b class="num">1)</b> неправильно говорящий, допускающий ошибки ([[φθόγγος]] Anacr.) (жители Сол Киликийских говорили, якобы, на особенно испорченном греческом языке);<br /><b class="num">2)</b> невоспитанный, неотесанный, грубый Arst., Plut., Luc.: σ. τῷ τρόπῳ Xen. с дурными манерами. | |||
}} | }} |