Anonymous

σόλοικος: Difference between revisions

From LSJ
6
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σόλοικος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που διαπράττει σολοικισμούς [[κατά]] τη [[χρήση]] της γλώσσας<br /><b>2.</b> (για [[κείμενο]] ή λόγο) αυτός που παρουσιάζει σολοικισμούς, συντακτικά [[κυρίως]] λάθη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάρμοστος]], [[απρεπής]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ταιριάζει σε μια συγκεκριμένη [[περίπτωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που συμπεριφέρεται με άξεστο τρόπο, [[αγροίκος]], [[χωριάτης]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ σόλοικοι</i><br />οι ξένοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σόλοικα</i> / <i>σολοίκως</i> ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />με σολοικισμό, με γλωσσικά σφάλματα<br /><b>αρχ.</b><br />με άξεστο, με χονδροειδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σολοικίζω]].
|mltxt=-η, -ο / [[σόλοικος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που διαπράττει σολοικισμούς [[κατά]] τη [[χρήση]] της γλώσσας<br /><b>2.</b> (για [[κείμενο]] ή λόγο) αυτός που παρουσιάζει σολοικισμούς, συντακτικά [[κυρίως]] λάθη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάρμοστος]], [[απρεπής]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ταιριάζει σε μια συγκεκριμένη [[περίπτωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που συμπεριφέρεται με άξεστο τρόπο, [[αγροίκος]], [[χωριάτης]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ σόλοικοι</i><br />οι ξένοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σόλοικα</i> / <i>σολοίκως</i> ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />με σολοικισμό, με γλωσσικά σφάλματα<br /><b>αρχ.</b><br />με άξεστο, με χονδροειδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σολοικίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σόλοικος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που κάνει συντακτικά σφάλματα όταν μιλάει, που χρησιμοποιεί επαρχιωτικούς ιδιωματισμούς, [[αγροίκος]], [[άξεστος]], [[χωριάτης]], σε Ανακρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., αυτός που κάνει λάθη ως προς τους καλούς τρόπους, [[αγροίκος]], [[αδέξιος]], σε Ξεν., Αριστ. (Λέγεται ότι προήλθε από την [[παραφθορά]] της Αττικής διαλέκτου από τους Αθηναίους αποίκους της πόλης <i>Σόλλοι</i> στην [[Κιλικία]]).
}}
}}